Μυθιστόρημα ικανό να φωτογραφήσει τη λεπτομέρεια μιας εποχής μέσα στην πυρετώδη αστάθειά της, αλλά και ικανό να μας επιστρέψει τα χαρακτηριστικά μιας αμετάβλητης ανθρωπολογίας, τα Φαντάσματα αφηγούνται τη σύγχρονη εποχή σαν να την παρατηρούν από το παράθυρο ενός τρένου που βρίσκεται σε κίνηση: όπου η κοντινή σε μας αλήθεια διαλύεται μέσα σ’ ένα κουρνιαχτό από εμπειρίες, ενώ μακριά διακρίνεται το περίγραμμα, αξιοθαύμαστα ακίνητο, ενός κόσμου που συγκρούεται ανάμεσα στο ταλέντο και τη μετριότητα, την ατομική δημιουργικότητα και το συλλογικό πεπρωμένο, ανάμεσα στην αναρχία του ερωτικού πάθους και τον εκφυλισμό του σε ρυπαρό ηδονισμό.
Πλεγμένα σε μορφή ραψωδιών, που ανακαλούν πολλές μνήμες, τα Φαντάσματα αποκαλύπτουν την αλήθεια των χαρακτήρων ακριβώς εκεί που ο συγγραφέας επιχειρεί να την κρύψει στα χάσματα, στις μεταμορφώσεις, στα κενά της μνήμης. Όπως στο σπαραχτικό μονόλογο της Αλεσάντρας μπροστά στον ψυχαναλυτή της, όταν δίνει σάρκα και οστά στο φάντασμα ενός έρωτα που θρυμματίζεται από τα ίδια τα λόγια της.
Μετά από μια μεγάλη παύση ο Vincenzo Cerami επιστρέφει στο μυθιστόρημα. Και το κάνει με ένα δυναμικό και μεγαλόπνοο βιβλίο στο οποίο η καινοτομία της μορφής, που πηγαίνει από τη μυθοπλασία στη βιογραφία κι από εκεί στην επιστολογραφία, παντρεύεται με τρόπο εκπληκτικό με τις πιο βαθιές ανησυχίες του συγγραφέα. Ο συγγραφέας εμπιστεύεται σ’ ένα γυναικείο χαρακτήρα, υπερβολικά εύθραυστο, αλλά ταυτόχρονα επιβλητικά ζωηρό, το καθήκον να μεταφέρει τον αναγνώστη στην όχθη ενός άλλου κόσμου που δεν διέπεται πια από το νόμο των Πατέρων.
…Η Μορένα είναι μια καλλιτέχνης της φυγής. Είναι σαν τον Οδυσσέα. Απομακρύνεται συνεχώς ακριβώς από αυτό που ψάχνει και περνάει από το ένα ναυάγιο στο άλλο μέσα σ’ έναν ωκεανό μυθικών πλασμάτων και φαντασμάτων που αποκτούν σώμα μόνο μπροστά στον καθρέφτη. Δημιουργεί νέες ταυτότητες, αλλάζει όνομα, έρωτες ακόμα και το ίδιο της το παρελθόν. Τριγυρίζει σε συνοικίες χωρίς ιστορία και μας αποκαλύπτει μια πρωτότυπη γεωγραφία ψυχών και τοπίων. Περιστρέφονται ολόγυρά της οι ήχοι της εποχής μας, οι πολυάνθρωπες και βίαιες συνοικίες, οι αδέξιες φιλοδοξίες ξοφλημένων ανδρών. Η Μορένα είναι μόνη, χωρίς να το θέλει και, για να μη γίνει κι αυτή ένα φάντασμα, πάει να κυνηγήσει τη ζωή αλλάζοντας συνεχώς φορέματα, διευθύνσεις, πόλεις και λεξιλόγιο.
Σημαδεμένη από τα φαντάσματα του πατέρα της, του ιδιοφυή συνθέτη Ροντόλφο Μαρία Κοστάντζι, και της αυτόχειρας μητέρας της, τεμαχίζει τη ζωή της σ’ ένα άθροισμα πολλών μικρών ξεχωριστών υπάρξεων και ομηρικών περιπετειών. Γύρω από αυτήν περιστρέφονται οι άλλοι χαρακτήρες. Ο Κλάουντιο, σκηνοθέτης που αφοσιώνεται σε μια απραγματοποίητη ταινία για το Μωάμεθ, η οποία αποτελεί τον καθρέφτη ενός ναρκισσισμού που τον τυφλώνει και τον κάνει να χάσει την επαφή με τη Μορένα. Κυρίως όμως ο Τζόρτζο Γιένε, ο έξυπνος και ανήσυχος μαθητής του Κοστάντζι, που συνδέεται παντοτινά με τη Μορένα με μία έντονη σχέση συνενοχής η οποία από καιρό σε καιρό επανέρχεται και αναστέλλεται. Και ακόμη η Αλεσάντρα, η νευρωτική και παράφορη σύζυγος του Τζόρτζο. Πειραματίζεται με πείσμα στην τέχνη της φυγής, μέχρι τη στιγμή που θα βρει τη δική της Ιθάκη.
Στο τέλος μόνο η Μορένα καταφέρνει να βρει μια στεριά, για ν’ αράξει, αφού πρώτα αποδεχτεί με συγκατάβαση την τύχη, τη βία των ανθρώπων και τα δώρα του πεπρωμένου.
Μα δεν θα έχει να πάρει καμιά εκδίκηση, γιατί ακόμα και το κακό έγινε πια κι αυτό μαγεία.