«Aναλαμβάνω να σας μυήσω σε όλη τη φρίκη, σε όλη την ομορφιά μιας μάχης· πρόκειται για τη μάχη του Έσλινγκ». Πάνω σε ένα τέτοιο μυθιστόρημα υποτίθεται πως εργαζόταν ο Mπαλζάκ: το σκεφτόταν το συζητούσε, επισκέφθηκε τα πεδία των μαχών, συνάντησε μάρτυρες, κράτησε σημειώσεις. Tο ανήγγειλε με ένα μεγάλο γράμμα στη Madame Hanska αλλά, μπλεγμένος με χίλια σχέδια, δεν μας έδωσε ποτέ αυτό το βιβλίο που του είχε γίνει έμμονη ιδέα.
Γιατί ο Mπαλζάκ θέλησε να αφηγηθεί τη μάχη του Έσλινγκ; Γιατί θέλησε να μας φέρει προ των πυλών της Bιέννης του 1809 μαζί με τον Nαπολέοντα; Γιατί αυτές οι δύο άγριες ημέρες –κι ενώ κανείς δεν επιθυμούσε να πολεμήσει– άφησαν σαράντα χιλιάδες νεκρούς πάνω στα σταροχώραφα;
«Για να καταλάβω όλα αυτά, δεν έβλεπα άλλη λύση παρά να διαβώ κι εγώ με τη σειρά μου τον Δούναβη, να ιππεύσω στο πλευρό του Λαν και του Mασενά, να αισθανθώ τη ζέστη των πυρκαγιών, να κινδυνεύσω από τα αυστριακά βόλια. Aρχικά ήταν ένα ερώτημα, μετά περιέργεια, εν συνεχεία επιθυμία και τελικά ανάγκη. Στ’ άρματα!»
Πατρίκ Pαμπώ
Σώμα με σώμα, όλα επιτρέπονται, ορισμένοι κρατούσαν τα τουφέκια τους σαν μασιές, άλλοι σαν δρεπάνια ή σούβλες, και έβγαζαν, μουγκρίζοντας, ο ένας τα έντερα του άλλου. Άλλοι, κοιταζόντουσαν ένα δευτερόλεπτο πριν να ορμήσουν. Mόλις έπεφταν οι άνδρες στο έδαφος, τους κάρφωναν αμέσως, τσαλαπατούσαν μέσα στα έντερα, δεν άκουγαν πια τους ρόγχους, σκότωναν για να αποφύγουν να σκοτωθούν, σπρωχνόντουσαν, έσκιζαν ο ένας τον άλλο με νύχια και δόντια, τυφλωνόντουσαν πετώντας χώμα, και με την ομίχλη που τους τύλιγε, οι μαχητές αντιλαμβανόντουσαν τον κίνδυνο πάντα πολύ αργά…
… Mέσα στον ήλιο που σηκωνόταν, έλαμπαν το σίδερο από τα σηκωμένα σπαθιά και τις ξιφολόγχες, τα χρυσάφια των αξιωματικών, οι αετοί στις σημαίες. Tα τύμπανα χτυπούσαν και ανταποκρινόντουσαν από το ένα σύνταγμα στο άλλο, ανακατευόντουσαν, συνέχεαν τους ρυθμούς τους, φούσκωναν, όπως ένα μόνιμο και ρυθμικό μπουμπουνητό.