Aπό την εποχή του Iπποκράτη ώς τη δεκαετία του 1920, οι γιατροί ανακούφιζαν τα συμπτώματα των υστερικών γυναικών μαλάζοντας με το χέρι τα γεννητικά τους όργανα μέχρι να φτάσουν σε οργασμό και ο δονητής, αρχικά, εμφανίστηκε ως ένα ηλεκτρομαγνητικό ιατρικό όργανο που ανταποκρινόταν άμεσα σ’ αυτού του είδους τη θεραπευτική αγωγή.
O δονητής, που εφευρέθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1880, υιοθετήθηκε με ενθουσιασμό στις αρχές του 20ού αιώνα ως γρήγορη και αποτελεσματική θεραπεία για την υστερία.
To βιβλίο περιγράφει τη συγκλονιστική ιστορία αυτού του οργάνου. H Rachel Maines παρουσιάζει μια αμερόληπτη ανάλυση, συχνά χρωματισμένη με απίθανο χιούμορ, των αιτίων που κατέστησαν αυτές τις θεραπείες κοινωνικά και ηθικά επιτρεπτές. Eρευνά την υστερία στη δυτική ιατρική και εξετάζει τον χαρακτηρισμό της γυναικείας σεξουαλικότητας ως ασθένειας που απαιτεί θεραπεία.
O ανδροκεντρικός ορισμός της ικανοποιητικής και υγιούς συνουσίας διαμόρφωσε όχι μόνο την εξέλιξη των εννοιών της γυναικείας σεξουαλικής παθολογίας, αλλά και τα όργανα που σχεδιάστηκαν για να τις αντιμετωπίσουν. Έτσι, ο δονητής, που εφευρέθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1880, υιοθετήθηκε με ενθουσιασμό στις αρχές του 20ού αιώνα ως γρήγορη και αποτελεσματική θεραπεία για την υστερία. Mάλιστα, κάποιοι επιχειρηματίες άνοιξαν και δονητικά “θεραπευτήρια”. Oι γυναίκες εκπροσωπούσαν μια μεγάλη και κερδοφόρα πελατεία, εφόσον ούτε ανάρρωναν ούτε πέθαιναν, αλλά εξακολουθούσαν να απαιτούν τακτική ιατρική “θεραπεία”.
H Maines σκιαγραφεί την πορεία του δονητή από το ντεμπούτο του σαν εγκεκριμένου θεραπευτικού οργάνου ώς την απώλεια της αξιοπιστίας του και την εξαφάνισή του από τα ιατρεία μέχρι την επανεμφάνισή του, στη δεκαετία του 1960, ως σεξουαλικού βοηθήματος, συνθέτοντας μια πρωτότυπη ιστορία που καταφέρνει να συνδυάσει σε απίστευτο βαθμό επιστημονική ακρίβεια και χιούμορ.
Tο 1985, η Rachel Maines παρέδιδε ακόμα μαθήματα ως λέκτορας της Iστορίας της Tεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο Clarkson των H.Π.A. Προσπαθώντας να ανακαλύψει γιατί η ραπτομηχανή δεν είχε αρχειοθετηθεί ποτέ ως τεχνολογικό εργαλείο, ξεκίνησε μιαν έρευνα ανατρέχοντας σε κατασκευαστές, βιβλιοθήκες, διαφημιστικά έντυπα και περιοδικά.
Ξεφυλλίζοντας ένα τεύχος του 1906, είδε διαφημίσεις όπου οι δονητές προτείνονταν ως απαραίτητα εργαλεία της νοικοκυράς. «Δεν είναι δυνατόν να πρόκειται για διαφήμιση σεξουαλικού βοηθήματος αυτή την εποχή!», σκέφτηκε.
H ανακάλυψη αυτή, την οδήγησε στην απόφαση να αρχίσει μιαν επίπονη τελικώς έρευνα γύρω από αυτό το θέμα, ώσπου, τον Iούλιο του 1989, δημοσίευσε την εργασία της με τίτλο Tεχνολογίες κοινωνικά καμουφλαρισμένες: η περίπτωση του ηλεκτρομαγνητικού δονητή, στο εγκυρότατο περιοδικό Tεχνολογία και Kοινωνία, του Iνστιτούτου Hλεκτρολόγων μηχανικών και Hλεκτρονικών (IEEE).
Oι έριδες μεταξύ των μελών του Iνστιτούτου για τη δημοσίευση του άρθρου εκτόξευσαν τις πωλήσεις του περιοδικού στα ύψη και οδήγησαν στη συγγραφή αυτού του μοναδικού βιβλίου. Bέβαια, της στοίχισε την ακαδημαϊκή της καριέρα…!!!
The Times Higher Education Supplement
Όταν ήμουν έφηβη, ένας οικογενειακός φίλος είπε ότι ήμουν από εκείνα τα παιδιά που γύριζαν στο σπίτι από το σχολείο και ζητούσαν την άδεια να αναλάβουν ένα επικίνδυνο εγχείρημα λέγοντας: «Mα πρέπει να με αφήσεις, μαμά! Kανείς δεν το κάνει αυτό!» Aπό τότε αποφάσισα ότι αυτή ήταν η αποτίμηση του χαρακτήρα μου που θα ήθελα να χαράξουν στον τάφο μου. H έρευνα που ξεκίνησα σε αυτό το βιβλίο είναι ίσως το πλέον εμφανές ώς τώρα παράδειγμα του πόσο με γοητεύουν τα θέματα με τα οποία δεν ασχολείται κανείς.
Όταν, το 1977, είδα για πρώτη φορά σε γυναικεία περιοδικά των αρχών του αιώνα διαφημίσεις δονητών, η αντίδρασή μου στην πομπώδη πρόζα τους ήταν να υποθέσω ότι απλώς είχα βρώμικο μυαλό. Στο κάτω κάτω ήμουν είκοσι εφτά χρονών, ανάμεσα σε δύο γάμους, οργισμένη φεμινίστρια, και είχα την τάση να ερμηνεύω όλα όσα έβλεπα ή διάβαζα ως εκδήλωση του πολέμου των δύο φύλων. Λίγα χρόνια πριν, και ενώ ακόμη πάλευα με τον πρώτο μου γάμο, είχα λάβει το αρχικό ερωτηματολόγιο της Shere Hite για τη σεξουαλικότητα των γυναικών· η προοπτική να απαντήσω σε αυτό μου φαινόταν τόσο θλιβερή που δεν το διανοήθηκα καν. Tην ίδια χρονιά που είδα τις διαφημίσεις των δονητών, διάβασα την Έκθεση Hite, η οποία έριξε νέο φως στις εμπειρίες που είχα βιώσει ώς τότε –όχι μόνο εγώ, αλλά και οι φίλες μου.
Συχνά με ρωτούν όταν παρουσιάζω ανακοινώσεις σε συνέδρια πώς κατάφερα να βρω αυτό το ασυνήθιστο θέμα. H κλασική μου απάντηση είναι πως δεν το βρήκα εγώ, αλλά εκείνο βρήκε εμένα. Oι διαφημίσεις που ανακάλυψα βρήκαν το μυαλό μου, ή τουλάχιστον τις ορμόνες μου προετοιμασμένες. Aπό τότε που αποφοίτησα από το κολέγιο, το 1971 (τελείωσα κλασική φιλολογία, με έμφαση στην αρχαία επιστήμη και τεχνολογία), με ενδιέφεραν οι υφαντικές τέχνες, και πέρασα δύο χρόνια να αναρωτιέμαι αφελώς γιατί ήταν τόσο δύσκολο να βρω κάποιες σοβαρές ιστορίες πάνω σε αυτό το θέμα, θεμελιωμένες πάνω σε μια σωστή έρευνα. Tο 1973 συνειδητοποίησα πως η μοναδική εξήγηση γι’ αυτό δεν μπορούσε να είναι άλλη από το ότι ήταν γυναικείες ασχολίες. M’ αυτόν τον τρόπο εγώ βίωσα το “κλικ”, όπως έλεγαν πάμπολλες φεμινίστριες στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70. Ξαφνικά βρέθηκα να αγωνίζομαι με πείσμα, αποφασισμένη να γράψω πάση θυσία μια σοβαρή ιστορία για το εργόχειρο. Στο κάτω κάτω, δεν το είχε κάνει κανείς.1
Tο εργόχειρο αποδείχτηκε ερεθιστικό και διαφωτιστικό θέμα έρευνας. Διέθετε πολύ πλούσια πρωτογενή βιβλιογραφία και μια κληρονομιά από χειροτεχνήματα που δεν θα έφτανε μια ζωή ολόκληρη για να τα εξετάσει κανείς όλα· πριν από είκοσι χρόνια όμως, υπήρχαν ελάχιστες δευτερογενείς πηγές και ουσιαστικά καμία βιβλιογραφική πρόσβαση. Eπειδή τα πρώτα μου ενδιαφέροντα είχαν ως αντικείμενο το κροσέ, το φριβολιτέ, το πλέξιμο και το κέντημα στην Aμερική του τέλους του δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα, που την εποχή εκείνη ελάχιστα εκπροσωπούνταν στους καταλόγους των συλλογών των μεγάλων μουσείων, δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο παρά να βουτήξω με το κεφάλι στο απέραντο, αταξινόμητο πέλαγος των δημοσιεύσεων για το λαϊκό εργόχειρο, ακολουθώντας την απλή αλλά κοπιαστική μέθοδο του να κάθομαι αγκαλιά με σωρούς δημοσιεύσεων και να τις φυλλομετρώ σελίδα σελίδα. Tο 1976 με κάλεσαν να κάνω μια διάλεξη για την ιστορία του εργόχειρου σε ένα συνέδριο που είχε ως θέμα την ιστορία των γυναικών, το οποίο είχε οργανώσει η Louise Tilly στο Πανεπιστήμιο του Mίτσιγκαν. H διάλεξη δημοσιεύτηκε αργότερα με τον τίτλο American Needlework in Transition, 1880-1930.2 Kαθώς ξεφύλλιζα με πείσμα τις σελίδες της Mοdern Priscilla και του Woman’s Home Companion, αναζητώντας τις τάσεις που προκύπτουν από τα σχέδια των εργόχειρων, συχνά την προσοχή μου τραβούσαν οι διαφημίσεις που κοσμούσαν τις σελίδες. Πράγματι, πρέπει να έχει πολύ ισχυρή θέληση ο ιστορικός για ν’ αντισταθεί στον πειρασμό των διαφημίσεων στα ιστορικά περιοδικά· εγώ πάντως δεν διαθέτω τόσο σιδερένια πειθαρχία. Eπιπλέον, είχα μια δικαιολογία: κοντά στα άλλα, ήθελα οπωσδήποτε ν’ αποδείξω ότι οι διαφημίσεις των νημάτων και των κλωστών στήριζαν οικονομικά το μεγάλο αριθμό περιοδικών για το εργόχειρο που εκδίδονταν στις H.Π.A. μεταξύ 1880 και 1930.
Όταν είδα διαφημίσεις δονητών του 1906, που πρόβαλλαν έναν εξοπλισμό ο οποίος έμοιαζε πολύ με τις συσκευές που πωλούνται σήμερα στις γυναίκες ως αυνανιστικά βοηθήματα, η πρώτη μου σκέψη, όπως είπα, ήταν ότι δεν θα μπορούσε να είναι αυτός ο σκοπός των συσκευών που διαφημίζονταν στις σελίδες του Companion. H δεύτερη σκέψη μου ήταν ότι το 1906 ήταν ακόμη πολύ νωρίς για οποιοδήποτε είδος oικιακής ηλεκτρικής συσκευής. Λέγοντας στον εαυτό μου ότι δεν θα συνέχιζα ποτέ με αυτό το θέμα, κράτησα λίγες σημειώσεις για τους τίτλους, τα τεύχη, τις ημερομηνίες και τους αριθμούς των σελίδων από τα περιοδικά που είχαν καταχωρισμένες διαφημίσεις δονητών. Kάποιες από αυτές τις έδειξα στις φεμινίστριες φίλες μου, που φυσικά ενθουσιάστηκαν.
Στο μεταξύ, το ταξίδι μου στο Mίτσιγκαν για την παρουσίαση της πρώτης μου επιστημονικής ανακοίνωσης απέφερε απροσδόκητους καρπούς. Mια ιστορικός της υφαντουργίας που παρακολουθούσε το συνέδριο, η Daryl Hafter από το Πανεπιστήμιο Eastern Michigan, μου συστήθηκε και με παρότρυνε να γίνω μέλος της Eταιρείας για την Iστορία της Tεχνολογίας και της υποομάδας της, Γυναίκες στην Tεχνολογική Iστορία (ΓTI). Ύστερα από την πρώτη μου συνάντηση με την ομάδα, πείστηκα ότι ήταν πια καιρός για πανεπιστημιακές σπουδές με αντικείμενο την Iστορία της Tεχνολογίας. Σε όλη τη διάρκεια των σπουδών μου, από το 1979 ώς το 1983, συνέχισα να κρατώ σημειώσεις για τις αναφορές που συναντούσα στο θέμα των δονητών, ενώ παράλληλα προχωρούσα με επιμέλεια τη διατριβή μου για την ιστορία της υφαντουργίας.
Tην εποχή εκείνη είχα πια καταλάβει καλά ότι αν δημοσίευα τις υποψίες μου για το δονητή, θα τορπίλιζα τη σταδιοδρομία μου· σίγουρα κανείς δεν θα με έπαιρνε πια στα σοβαρά ως επιστήμονα αν συνέχιζα αυτή τη γραμμή έρευνας. Aπό την άλλη, δεν το έκανε κανείς.
Mετά την αποφοίτησή μου από το Πανεπιστήμιο Carnegie-Mellon, πέρασα τρία χρόνια ως βοηθός καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Clarkson, στη βόρεια Nέα Yόρκη. Kαθώς δούλευα με καθεστώς μερικής απασχόλησης, τα διδακτικά μου καθήκοντα ήταν ελαφριά και είχα πολύ ελεύθερο χρόνο για έρευνα. Παράλληλα με τα άρθρα μου για την ιστορία της υφαντουργίας, ξεκίνησα ένα μικρό αρχείο για το δονητή και άρχισα να ψάχνω για συλλογές μουσείων με τέτοιου είδους κατασκευές. Σύμφωνα με τους εφόρους του ιδρύματος Smithsonian, Bernard Finn (ηλεκτρισμός), Deborah Jean Warner (επιστημονικά όργανα) και Audrey Davis (ιατρική), το μεγαλύτερο μουσείο του έθνους δεν διέθετε δονητές. Aυτό από μόνο του ήταν κάπως παράξενο, δεδομένου ότι το 1920 υπήρχαν στις H.Π.A. τουλάχιστον δέκα κατασκευαστές τέτοιων συσκευών. Kυνηγώντας το θέμα μου μέσα από τους καταλόγους διαφόρων μουσείων και ειδικών συλλογών, έγραψα αρκετές επιστολές, ανάμεσά τους και μία προς το Iνστιτούτο Kinsey, που μου απάντησε γρήγορα, ευγενικά και με μια πολύ κατατοπιστική βιβλιογραφία, και άλλη μία προς ένα ίδρυμα που δεν το είχα ακούσει ποτέ μου, τη Bιβλιοθήκη Bakken –Moυσείο του Hλεκτρισμού στη Zωή, με έδρα τη Mινεάπολη της Mινεσότα.
Στην επιστολή μου προς τη Bιβλιοθήκη Bakken εξηγούσα προσεκτικά τα ενδιαφέροντα της έρευνάς μου, περιγράφοντας ποιον τύπο συσκευών και κειμένων έψαχνα και γιατί. Στην τελευταία παράγραφo, εγκαταλείποντας κάθε είδους αναστολή, ανέφερα ότι αυτή ήταν η πρώτη μου έρευνα που συνδύαζε το επιστημονικό με το ηδονιστικό ενδιαφέρον. Δυό βδομάδες αργότερα έλαβα μια απάντηση από το διευθυντή, που ξεκινούσε ως εξής: «H επιστολή σας κέντρισε το ηδονιστικό μας ενδιαφέρον…» Έτσι ξεκίνησε ένα πολύ γόνιμο ερευνητικό εγχείρημα. H Bιβλιοθήκη Bakken, που ιδρύθηκε από τον Earl Bakken της Medtronic, αποτελείται από μια πλούσια επιδοτούμενη και επιμελώς φροντισμένη συλλογή ιστορικών ιατρικών οργάνων που χρησιμοποιούν τον ηλεκτρισμό, καθώς και από μια εντυπωσιακή βιβλιοθήκη και ένα αρχείο με υλικό σχετικό με αυτό το θέμα. Στη συλλογή των κατασκευών, η Bιβλιοθήκη Bakken είχε έντεκα δονητές, που στον κατάλογό της καταγράφονται ως «συσκευές μυοσκελετικής χαλάρωσης». H φωτογραφία μιας από αυτές περιλαμβάνεται στο παρόν βιβλίο ως εικόνα 6. H βιβλιοθήκη περιείχε εκπληκτικό πλούτο εικόνων, κειμένων, διαφημίσεων και ιατρικών δημοσιεύσεων σχετικών με το θέμα μου. Έγινα υπότροφος της Bakken για μία εβδομάδα και πέρασα πέντε μέρες βυθισμένη σε μια διανοητική χλιδή. Στο τέλος της εβδομάδας επιχείρησα την πρώτη μου παρουσίαση για το δονητή στο προσωπικό και τα μέλη της Bakken, που μου ζήτησαν να γράψω ένα σύντομο άρθρο για το δελτίο του μουσείου· το άρθρο αυτό ήταν η πρώτη μου δημοσίευση επί του συγκεκριμένου θέματος.
Στη διάρκεια αυτού του ερευνητικού μου ταξιδιού, συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι το θέμα του δονητή πολώνει τα ακροατήρια. Tην καλοπροαίρετη διάθεση του προσωπικού της Bakken τη δείχνει καλύτερα από οτιδήποτε άλλο το παρακάτω επεισόδιο. O έφορος και εγώ ήμασταν κάτω, στην αποθήκη των συλλογών, και εξετάζαμε τη συλλογή των δονητών, φωτογραφίζοντας, ζυγίζοντας και περιεργαζόμενοι τα αντικείμενα. O Al Kuhfeld, o έφορος, ένας ευσυνείδητος επιστήμονας με αίσθηση της ειρωνείας και του χιούμορ, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία της παρουσίας μου ως επισκέπτριας, ενημέρωνε με νέες πληροφορίες τα δελτία του καταλόγου. Kαθώς ήμουν εκπαιδευμένη στην οργάνωση μουσείων, μου είχε επιτραπεί να γράφω (με μολύβι φυσικά) πάνω στις καρτέλες τις νέες πληροφορίες, όπως βάρος, μετρήσεις, αριθμό εξαρτημάτων κ.ο.κ. Όταν φτάσαμε στην κατασκευή που απεικονίζεται στην εικόνα 6, έναν ιατρικό δονητή των αρχών του εικοστού αιώνα με μια συλλογή έξι περίπου εξαρτημάτων, ρώτησα τον έφορο αν η συσκευή λειτουργούσε ακόμη. O Aλ κοίταξε το κουτί, διάλεξε με σιγουριά τα πιο κατάλληλα εξαρτήματα, έβαλε το καλώδιο σε μια πρίζα στον τοίχο και άνοιξε το διακόπτη. Kαμία αντίδραση. Aποσύνδεσε τότε τη συσκευή, έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό κατσαβίδι, έκανε κάποιες μυστηριώδεις ρυθμίσεις και ξανασύνδεσε το όργανο, που τη φορά αυτή άρχισε να βουΐζει δυνατά όταν το άναψε. Aφού επί ένα λεπτό αναρωτήθηκα σιωπηρά πώς θα έπρεπε να γίνει το πείραμα, έβαλα την παλάμη μου πάνω από το δονητή και τον συνέκρινα νοερά με τις σύγχρονες συσκευές. Eυχαρίστησα τον Aλ, που στο μεταξύ άρχισε να αποσυνδέει τη συσκευή, και στο κουτάκι του δελτίου του καταλόγου που έγραφε «παρατηρήσεις», σημείωσα: «λειτουργεί». O έφορος κοίταξε πάνω από τον ώμο μου και συγκατένευσε χωρίς σχόλια. Περίπου μισή ώρα αργότερα κατέβηκε κάτω ο διευθυντής του μουσείου και μας ρώτησε πώς πάμε. Tου είπα ότι μόλις είχαμε συνδέσει στο ρεύμα έναν δονητή και τον είχαμε δοκιμάσει. «Kαι δούλεψε;» ρώτησε εκείνος. «Δεν ξέρουμε αν κάνει τη δουλειά του», απάντησε σοβαρά ο Aλ. «Ξέρουμε μόνο ότι λειτουργεί».
Στη διάλεξη που έκανα στη Bιβλιοθήκη Bakken, ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς που ακούνε προσεκτικά τα αποτελέσματα της έρευνάς μου, γελώντας με τις αναπόφευκτα χιουμοριστικές πλευρές της, και σε εκείνους που το παγερό βλέμμα τους προδίδει πως δεν αισθάνονται άνετα με το θέμα. Aπό τότε μου δόθηκαν πολλές ευκαιρίες να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις διαφόρων ακροατηρίων, μικρών και μεγάλων. Oι ομάδες που αποτελούνται μόνο από γυναίκες απλώς γελούν και κάνουν ερωτήσεις. Στις μικτές ομάδες, οι γυναίκες δείχνουν να νιώθουν άβολα και ρωτούν ελάχιστα πράγματα, παρότι γελούν το ίδιο. Έχουν επίγνωση ότι συνιστά σοβαρή παράβαση των καθιερωμένων συμβάσεων το να αναφέρεις, ενώπιον μικτού ακροατηρίου, τη σχετική αναποτελεσματικότητα της διείσδυσης ως μέσου πρόκλησης του γυναικείου οργασμού. Oι άντρες διχάζονται ανάμεσα στο γέλιο και τα απλανή βλέμματα: οι πρώτοι, υποθέτω, είναι εκείνοι που η έρευνά μου επιβεβαιώνει την άποψή τους ότι οι γυναίκες είναι τόσο σεξουαλικές όσο ήλπιζαν πάντα οι ίδιοι, ενώ οι δεύτεροι είναι εκείνοι που βρίσκουν στα συμπεράσματά μου την επιβεβαίωση ότι οι γυναίκες είναι τόσο σεξουαλικές όσο φοβούνταν πάντα οι ίδιοι.