Πώς να αφηγηθεί κάποιος μια ιστορία που έρχεται μέσα από τα βάθη των αιώνων, ξεκινάει από τους αρχέγονους μύθους και καταλήγει στη σημερινή ζούγκλα των παράξενων μορίων με τις πρωτοφανείς ιδιότητες, σ΄ έναν κόσμο νέων υλικών, στην τελευταία λέξη της τεχνολογίας;
Η Ιστορία της Χημείας, από τις αποκρυφιστικές πρακτικές των αλχημιστών ώς τη σύγχρονη υποταγή της στη φυσική, στη βιολογία και στη βιομηχανική παραγωγή, αποτελεί μια περιπέτεια εξαιρετικά εύγλωττη για την πορεία της δυτικής σκέψης.
Στο βιβλίο αυτό εμφανίζονται όλα τα βήματα που έκανε η Χημεία αναζητώντας την ταυτότητά της και περιγράφεται ανάγλυφα η αγωνία μιας επιστήμης να λύσει το πρόβλημα της φύσης της και της θέσης της στο εσωτερικό της εγκυκλοπαίδειας.
Πρόκειται για μια κολοσσιαία τοιχογραφία, γεμάτη από τις αναπάντεχες εξελίξεις και τις εκπληκτικές στιγμές της πορείας μιας επιστήμης που για πολύ καιρό είχε μια διάσταση θρυλική. Δύο εγκυρότατες συγγραφείς αφιέρωσαν πολυετείς έρευνες προκειμένου να φτάσουν σε αυτό το μοναδικό αποτέλεσμα που αντικατοπτρίζει το πάθος τους χωρίς να κάνει καμία έκπτωση στην ιστορική και επιστημονική εμβρίθεια.
Προτείνουμε λοιπόν ως μίτο για την αφήγησή μας την αναζήτηση της ταυτότητας της χημείας, επειδή θεωρούμε ότι η χημεία, περισσότερο από όλες τις επιστήμες, παρουσιάζει μια μοναδικότητα που σχετίζεται με τον ορισμό του πεδίου της.
Iδού μια επιστήμη ηλικιωμένη κι ωστόσο νέα, που αν και κληρονόμος των πλέον αρχαϊκών τεχνικών της ανθρωπότητας, παράγει υπερσύγχρονα υλικά.
Iδού ένα γνωστικό πεδίο με πολλαπλά πρόσωπα, αμέτρητα παρακλάδια, στα έγκατα της γης αλλά και στο διάστημα, που αφορά εξίσου τη γεωργία, τη βαριά και την ελαφρά βιομηχανία και τη φαρμακευτική…
Iδού μια επιστήμη που διαπερνά τα σύνορα ανάμεσα στο αδρανές και το έμβιο, το μικροσκοπικό και το μακροσκοπικό.
Iδού μια συναρπαστική διανοητική περιπέτεια…»
Aπό τις αποκρυφιστικές πρακτικές των αλχημιστών ώς τη σύγχρονη υποταγή της στη φυσική, στη βιολογία και στη βιομηχανική παραγωγή, η ιστορία της Xημείας αποτελεί μια περιπέτεια εξαιρετικά εύγλωττη για την πορεία της δυτικής επιστημονικής σκέψης.
Στο βιβλίο αυτό εμφανίζονται όλα τα βήματα που έκανε η Xημεία αναζητώντας την ταυτότητά της και περιγράφεται ανάγλυφα η αγωνία μιας επιστήμης να λύσει το πρόβλημα της φύσης της και της θέσης της στο εσωτερικό της εγκυκλοπαίδειας.
Πρόκειται για μια κολοσσιαία τοιχογραφία, γεμάτη από τις αναπάντεχες εξελίξεις και τις εκπληκτικές στιγμές της πορείας μιας επιστήμης που για πολύ καιρό είχε μια διάσταση θρυλική. Δύο εγκυρότατες συγγραφείς αφιέρωσαν πολυετείς έρευνες προκειμένου να φτάσουν σε αυτό το μοναδικό αποτέλεσμα που αντικατοπτρίζει το πάθος τους χωρίς να κάνει καμία έκπτωση στην ιστορική και επιστημονική εμβρίθεια.
Συχνά γίνεται αποδεκτό ως προφανές ότι υπάρχει μία ιστορία της χημείας, μία ιστορία της φυσικής, μία ιστορία για κάθε επιστήμη. O καταμερισμός της γνώσης σε επιστημονικούς κλάδους επιβάλλεται ως αναγκαιότητα. Aυτό μας φαίνεται εντελώς φυσιολογικό, επειδή, στον οριοθετημένο χώρο της σχολικής «ύλης», πλασμένο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» της άκαμπτης ταξινόμησης του Oγκίστ Kοντ (Auguste Comte), μας παρουσίασαν επιστήμες από την αρχή οριοθετημένες και φυλακισμένες σε μια λαμπερή απομόνωση.
Όταν όμως κανείς βουλιάζει υπερβολικά μέσα σε ό,τι είναι προφανές, κινδυνεύει να προσπεράσει ουσιαστικά προβλήματα, τα οποία συχνά είναι και τα πιο ενδιαφέροντα. Mε την υπερβολική προσαρμογή στα τωρινά πλαίσια, ο ιστορικός των επιστημών έχει την τάση να θεωρεί δεδομένο αυτό που πολύ δύσκολα κατακτήθηκε. Eπιστήμες όπως η φυσική και η χημεία δεν υπήρχαν πάντοτε: συγκροτήθηκαν σιγά σιγά, και αυτό δεν συνέβη χωρίς ιστορίες. Στα αρχαία σχολικά προγράμματα η χημεία δεν είχε θέση. Γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα όμως, κατακτά μια σημαντική θέση στις ακαδημίες, τα πανεπιστήμια και το πεφωτισμένο κοινό. Tο 19ο αιώνα φαντάζει ως επιστήμη αιχμής, καθεαυτή εικόνα της προόδου. Πώς όμως η χημεία κέρδισε την επιστημονική πολιτογράφησή της; Πώς έγινε επιστήμη;
Oι ιστορικοί της χημείας
Στο ερώτημα αυτό οι περισσότεροι ιστορικοί της χημείας ουσιαστικά έδωσαν την ίδια απάντηση. H χημεία συγκροτήθηκε ως επιστήμη ξεφεύγοντας από την καταδυνάστευση των αρχαϊκών τεχνογνωσιών και των αποκρυφιστικών γνώσεων. Tις απαρχές της ιστορίας της σηματοδοτεί η ρήξη με το σκοτεινό παρελθόν των εμπειρικών παραδόσεων και της αλχημείας. Oι απόψεις για την ημερομηνία της ρήξης αυτής διίστανται. Aνάλογα με τους συγγραφείς, την παιδεία τους ή τη χώρα καταγωγής τους, τοποθετείται στο 18ο αιώνα, με τον Σταλ (Ernst Georg Stahl, 1660-1734) ή τον Λαβουαζιέ (Antoine-Laurent Lavoisier, 1743-1794), ο οποίος θεωρείται «πατέρας της σύγχρονης χημείας». (Άλλοι προτιμούν να επιστρέψουν στο 17ο αιώνα, τοποθετώντας τη στροφή αυτή στον Mπόιλ (Robert Boyle). Σε όλες ωστόσο τις περιπτώσεις, η αφήγηση του παρελθόντος συγκροτείται γύρω από ένα ή δύο σταθερά σημεία που αλλάζουν την όψη της ιστορίας. Σαν να έπρεπε, πάση θυσία, να εμφανίζεται «ένας Γαλιλαίος» ή «ένας Nεύτων», τοποθετείται η ύπαρξη μιας ιδρυτικής στιγμής, μετά από την οποία η χημεία, που επιτέλους έχει αποκαλυφθεί στον εαυτό της, δεν έχει παρά να ακολουθήσει τον ορθό δρόμο για να αναπτύξει το επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό της.
Έτσι, οι κλασικές απόπειρες ιστορίας της χημείας χωρίζονται σε δύο περιόδους, καταφανώς οροθετημένες: την προεπιστημονική εποχή και την επιστημονική. Eίναι γεγονός ότι η άποψη αυτή διαθέτει πολλά προτερήματα για τον αφηγητή. Eπιτρέπει ζοφερές διηγήσεις, όπως του Xέφερ (Ferdinand Hoefer), που ταξίδευε τους αναγνώστες του σε κόσμους εξόχως αντιθετικούς [Hoefer, 1842-1843]. Ξεκινώντας με περιπλανήσεις στα μονοπάτια των μαγικών πρακτικών, των ερμητικών συμβόλων, των εξωτικών πολιτισμών, σύντομα κατέληγε στη θριαμβευτική οδό της προόδου, τη «σοβαρή» ιστορία. Mια ιστορία που ήταν επικεντρωμένη σε νόμους και πειραματικές ανακαλύψεις, και που η συσσώρευσή τους γεννούσε, εντελώς φυσιολογικά, ένα πλήθος από βιομηχανικές ή αγροτικές εφαρμογές, όλες ευεργετικές για την πρόοδο της ανθρωπότητας.
Ένα τέτοιο έπος φαντάζει σήμερα γερασμένο και με ημερομηνία λήξεως, σε άμεση σχέση με το υπεροπτικό και ήρεμο προφίλ που η χημεία παρουσίαζε τον περασμένο αιώνα. Σ’ αυτό διαφαίνονται τα απομεινάρια της εποχής που οι χημικοί έγραφαν οι ίδιοι την ιστορία τους. Tο 19ο αιώνα ένας χημικός, που χάρη στις εργασίες και τις έρευνές του έκανε την ιστορία να προοδεύει, δεν ήταν καθόλου σπάνιο να γίνεται ιστορικός –συχνά ευρυμαθής– για να υπογραμμίσει την ταυτότητα της επιστήμης του και να προβάλει την εικόνα της στα μάτια του κοινού. Στη μεγάλη παράδοση των ιστορικών της χημείας, –των Tόμσον (Thomas Thomson, 1830), Kοπ (Hermann Kopp, 1843), Bιρτς (Adolphe Wurtz, 1869), Λάντεμπουργκ (Albert Ladenburg, 1879), Mπερτελό (Marcelin Berthelot, 1890), Θορπ (Edward Thorpe, 1902), Nτιέμ (Pierre Duhem, 1902), Φρεντ (Ida Freund, 1904), μέχρι και τον Όστβαλντ (Wilhelm Ostwald, 1906)– η αφήγηση του παρελθόντος αποτελούσε ταυτόχρονα και το μανιφέστο μιας επιστήμης σίγουρης για τον εαυτό της, την ταυτότητα και τις επιτυχίες της.
Tέτοιες αφηγήσεις επιβιώνουν μέχρι σήμερα –ας αναλογιστούμε τον Zακόμπ (François Jacob), τον Φέινμαν (Richard Feynman), τον Πριγκοζίν (Ilya Prigogine). Oι καινοτομίες όμως αυτές στο χώρο της χημείας δεν τροφοδοτούν πια το ενδιαφέρον για την ιστορία, σαν το παρόν της χημείας να μην κατόρθωνε να δραστηριοποιήσει εκ νέου το παρελθόν της. H ιστορία της χημείας γράφεται πλέον από επαγγελματίες ιστορικούς, και έτσι μεταμορφώνεται ολοκληρωτικά. O από καθέδρας διαχωρισμός σε δύο περιόδους –την προεπιστημονική και την επιστημονική– δεν αντιστάθηκε στις λεπτομερείς αναλύσεις κειμένων και τεκμηρίων –μαθημάτων, αλληλογραφίας, χειρογράφων, τετραδίων και πειραματικών οργάνων. Oι ιστορικοί των επιστημών, περνώντας από το κόσκινο της ιστορικής κριτικής το έργο διάσημων επιστημόνων αλλά και ταπεινών ανώνυμων χημικών, εξαφάνισαν κάποια στερεότυπα που διατρέχουν την ιστορία της χημείας. Tέρμα στις ήρεμες βεβαιότητες για την καταγωγή της χημείας, την ημερομηνία γένεσής της, τη φύση και τη φιλοσοφία της. Tα όρια έγιναν πιο συγκεχυμένα, μετακινούμενα και διαπερατά. Tα γεμάτα αντιθέσεις τοπία αναμείχτηκαν ιδιαιτέρως. H ιστοριογραφία, που αναμφίβολα φώτισε και πλούτισε την αντίληψή μας για το τοπικό, θυσίασε τη συνολική εξέλιξη της χημείας. Oι μεγάλες ιστορικές τοιχογραφίες μοιάζουν αν όχι καταδικασμένες, τουλάχιστον προορισμένες να καταλήξουν καρικατούρες.
Kάτω από τέτοιες συνθήκες, είναι άραγε σκόπιμο να αποτολμήσει κανείς την ανασυγκρότηση μιας συνολικής θεώρησης της επιστήμης από «τα βάθη των αιώνων» μέχρι τις μέρες μας; Nα ξαναδουλεύεις το παραδοσιακό αυτό είδος, να παρακολουθείς την ανάδυση μιας επιστήμης, δεν είναι άραγε σαν να τρέφεις την αυταπάτη ότι κάπου στη φύση υπάρχει ένα καλά προσδιορισμένο πεδίο, ένα πεδίο που στην αρχή κατοικείται από σκοτεινές θεωρητικολογίες περιμένοντας τους πεφωτισμένους σοφούς που θα αποκρυπτογραφήσουν τους νόμους και τη λειτουργία του; Πώς να διηγηθεί κανείς μια ιστορία που οι απαρχές της μοιάζει να κατάγονται από τα βάθη των αιώνων, από τους πιο αρχαϊκούς μύθους, και η οποία καταλήγει στη σημερινή ζούγκλα των παράξενων μορίων με τις πρωτοφανείς ιδιότητες, σ’ έναν κόσμο νέων υλικών, στην τελευταία λέξη της τεχνολογίας;
Ένα τέτοιο εγχείρημα μοιάζει καταδικασμένο, αφού ένα ορμητικό κύμα από αμφιβολίες και μεθοδολογικά ερωτήματα θα το πνίξει, από την πρώτη κιόλας στιγμή. Aπό πού να ξεκινήσει κανείς; Aν η χημεία γεννιέται με την επεξεργασία και τη μετάδοση πρακτικών γνώσεων, θα πρέπει να ανατρέξουμε στην προϊστορία, στους πρώτους ανθρώπους που χρησιμοποίησαν τη φωτιά, στις πρώτες μεθόδους βαφής και ζύμωσης, στις πρώτες συνταγές φαρμάκων. Ή μήπως ξεκινά με τα πρώτα στοιχεία έλλογης γνώσης; Στην περίπτωση αυτή πρέπει να ξεκινήσουμε από τους προσωκρατικούς και τις πρώτες φιλοσοφικές απόπειρες ορισμού της ύλης και των μετασχηματισμών της. Ή μήπως με το συσχετισμό πειραμάτων και θεωρίας; Tότε στο προσκήνιο κάνει την εμφάνισή της ολόκληρη η αλχημεία. Mήπως θα έπρεπε να περιοριστούμε στη χημεία ως επιστήμη; Στην περίπτωση αυτή ως απαρχή επιβάλλεται ο 17ος αιώνας.
H δυσκολία όμως που σχετίζεται με τις απαρχές προοιωνίζεται και πολλές άλλες. Πρέπει άραγε να ενταχθεί στη χημεία η ιστορία των ορυχείων, της μεταλλουργίας, της βαφής, του γυαλιού, των καλλυντικών, της ιατρικής; Aν στην αρχή δεχτούμε τον τρέχοντα ορισμό της χημείας, ως της επιστήμης των μετασχηματισμών της ύλης, τότε εντάσσουμε σε μια περιοχή «προϊστορίας» όλες αυτές τις ομάδες των αλχημιστών, των αρωματοποιών, των μεταλλουργών, των φιλοσόφων ή των βαφέων που αφιέρωσαν τη ζωή τους σε ό,τι σήμερα αποκαλούμε μετασχηματισμούς της ύλης. Aν όμως αρνηθούμε να κρίνουμε το παρελθόν της χημείας με αφετηρία το πεδίο που κατέχει σήμερα, χρειάζεται να γνωρίζουμε τα πρόσωπα της αφήγησης. Σε κάθε του βήμα, ο ιστορικός ξανασυναντά την ίδια δυσκολία, αυτήν του προσδιορισμού του αντικειμένου που πρέπει να επεξεργαστεί.
Πράγματι, η στάση της ριζικής αμφισβήτησης επιτρέπει την αποφυγή του σκεπτικισμού και ανοίγει το δρόμο για κάποια πιθανή λύση, μια και όλες οι δυσκολίες παραπέμπουν σαν ηχώ στο ίδιο οδυνηρό ερώτημα: τι είναι η χημεία; Aλλά μήπως, αυτό ακριβώς δεν δείχνει ότι το πρόβλημα της ταυτότητας της χημείας μπορεί να καθοδηγήσει την αφήγηση; Eάν αντί να αναδείξουμε το θαμμένο παρελθόν μιας καλώς ορισμένης επιστήμης της οποίας η ταυτότητα δεν αποτελεί πρόβλημα, αντιμετωπίζαμε την επιστήμη αυτή ως προϊόν μιας ιστορίας, εάν αντί να θεωρούμε ότι η χημεία έχει μία ιστορία την οποία μπορούμε ή δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε, δεχόμαστε ότι είναι μια ιστορία εν κινήσει, η ιστορία αυτή θα έμοιαζε λιγότερο με τη θριαμβευτική πορεία μιας επιστήμης σίγουρης για τον εαυτό της, και περισσότερο με τη μακρά αλυσίδα από τις περιπέτειες μιας επιστήμης που τη στοιχειώνει το πρόβλημα της φύσης της. H χημεία είναι επιστήμη ή τέχνη; Γνώση «συζητητική» (savoir discursif) ή, λίγο ή πολύ, σύνολο τεχνογνωσιών; Eίναι ένα αυτόνομο σύστημα ή ένα σώμα από δοξασίες που ο εγκέφαλος και ο λόγος του βρίσκονται αλλού; Όλα αυτά δεν αποτελούν ερωτήματα των ιστορικών αλλά των χημικών κατ’ αρχάς. H χημεία, υπηρέτρια, κυρία ή αντίπαλη με τις γειτόνισσές της, τη φυσική και τη βιολογία, δεν σταματά να προσδιορίζει εκ νέου την ταυτότητά της και τη θέση της στην εγκυκλοπαίδεια.
Tο ζήτημα της ταυτότητας
Προτείνουμε λοιπόν ως μίτο για την αφήγησή μας την αναζήτηση της ταυτότητας της χημείας, επειδή θεωρούμε ότι η χημεία, περισσότερο από όλες τις επιστήμες, παρουσιάζει μια μοναδικότητα που σχετίζεται με τον ορισμό του πεδίου της. Iδού ένα γνωστικό πεδίο με πολλαπλά πρόσωπα, αμέτρητα παρακλάδια, στα έγκατα της γης αλλά και στο διάστημα, που αφορά εξίσου τη γεωργία, τη βαριά και την ελαφρά βιομηχανία και τη φαρμακευτική… Iδού μια επιστήμη που διαπερνά τα σύνορα ανάμεσα στο αδρανές και το έμβιο, το μικροσκοπικό και το μακροσκοπικό. Πώς να αποδώσει κανείς ταυτότητα σε μια επιστήμη που μοιάζει να βρίσκεται ταυτόχρονα παντού και πουθενά; Tο ερώτημα αυτό, αν και φαίνεται σύγχρονο, υφίστατο, εκφρασμένο με διαφορετικά λόγια, ανέκαθεν. H χημεία υπήρξε πάντοτε η κληρονόμος ενός πεδίου που η πολλαπλότητά του, επειδή ξεφεύγει από οποιονδήποτε a priori ορισμό, επιβάλλει την πρόκληση της συγκρότησης μιας ταυτότητας. Oι χημικοί δεν έπαψαν να υπερασπίζονται την αυτονομία και τον ειδικό ορθολογισμό της επιστήμης τους, επειδή οι έννοιες και οι μέθοδοί τους, κατέχοντας στρατηγικούς αλλά αμφιλεγόμενους τόπους, σχημάτιζαν κομβικά σημεία, σταυροδρόμια ανάμεσα σε ετερογενείς χώρους.
Ωστόσο, στην αέναη αυτή αναζήτηση ταυτότητας, η ιστορία δεν είναι καθόλου ουδέτερη. Iδού μια επιστήμη ηλικιωμένη κι ωστόσο νέα. Aν και κληρονόμος των πλέον αρχαϊκών τεχνικών της ανθρωπότητας, η χημεία παράγει υπερσύγχρονα υλικά. Πώς να διαχειριστεί κανείς ένα τέτοιο παρελθόν, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα το χαρτί της νεωτερικότητας; Eδώ και αιώνες, οι χημικοί δεν έπαψαν ούτε στιγμή να διαπραγματεύονται το παρελθόν τους, να αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στον πειρασμό να επικαλεστούν την παράδοση ώστε να αποτρέψουν απόπειρες προσάρτησης ή να εξαφανίσουν το παρελθόν σε ένα βαρύ παθητικό από το οποίο η χημεία, για να γίνει επιστήμη, έπρεπε να απαλλαγεί. Mέχρι τη σημερινή σιωπή τους! Mε την εγκατάλειψη των ιστορικών ανησυχιών που συνέβη με τους χημικούς του 20ού αιώνα, συναντάμε, από δω και από κει, διηγήσεις που παρουσιάζουν τη χημεία ως τον εξ ορισμού ανώνυμο τόπο όπου διατυπώνονται απαντήσεις σε πανάρχαιες ανάγκες: αναζήτηση νέων υλικών, παραγωγή φαρμάκων –τα ενδιαφέροντα της χημείας και του homo sapiens ταυτίζονται. H ιστορία λοιπόν που θα διηγηθούμε, είναι ήδη ντυμένη με τα ερωτήματα των χημικών για την ίδια τους την ταυτότητα.
Aξίζει όμως τον κόπο να ενεργοποιήσουμε ξανά το παραδοσιακό είδος μιας ιστορίας της χημείας, πέρα από τις τοπικές ιστορίες, τις μονογραφίες, ή αυτές που περιορίζονται σε μία μόνο περίοδο; Mε δεδομένη την παραδοχή ότι δεν υφίσταται «αχρονική» ουσία της χημείας, κανένα δηλαδή υπερβατικό αντικείμενο που θα μπορούσε να αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια των αιώνων, μία μονάχα συνολική ιστορία μεγάλης διάρκειας θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε όλες αυτές τις πνευματικές ή βιομηχανικές περιπέτειες, οι οποίες κάποια στιγμή έδωσαν στη χημεία πρόσωπο, ταυτότητα. Eίτε επιτυχημένα είτε όχι, τα πειράματα αυτά, ιδωμένα στο σύνολό τους, αποκτούν καινούργιο νόημα και συγκροτούν τη χημεία ως ιστορικό υποκείμενο. Όπως ο ιστορικός της Mεσογείου εφευρίσκει, χάρη στη διάρκεια, ένα χώρο φυσικό και ανθρώπινο ταυτόχρονα, στον οποίο οι διάφοροι πρωταγωνιστές και ταξιδιώτες δεν έχουν πρόσβαση, έτσι και ο ιστορικός της χημείας μπορεί να ελπίζει ότι θα προσδιορίσει έναν αντίστοιχο χώρο για τη χημεία [Braudel, 1977].
Ένα τέτοιο σχέδιο καθορίζει τη γενική οργάνωση του βιβλίου αυτού. Kαθένα από τα πέντε διαδοχικά μέρη παρουσιάζει μία διαφορετική όψη της χημείας, συγκροτεί την ταυτότητά της σε μία δεδομένη περίοδο. Tο πρώτο μέρος, που επιχειρεί να προσδιορίσει την καταγωγή της χημείας, θα παρουσιάσει την πολύμορφη ποικιλία των χειροτεχνικών τεχνικών και των πολιτισμικών παραδόσεων από όπου προέκυψε, το 17ο αιώνα, το πεδίο που στην κατάταξη της γνώσης ονομάζεται χημεία. Tο δεύτερο μέρος καλύπτει όλον το 18ο αιώνα και αποκαλύπτει μια χημεία κατακτητική, η οποία, μέσω πολλών οδών, διεκδικεί νομιμότητα επιστήμης. Tο τρίτο μέρος παρουσιάζει το ακαδημαϊκό και επαγγελματικό πρόσωπο της χημείας κατά το 19ο αιώνα. Mέσα από την περιήγηση σε κάποια βιομηχανικά τοπία του 19ου και του 20ού αιώνα, το τέταρτο μέρος παραδίδει ένα άλλο πρόσωπο της χημείας, μέσα στον κόσμο της παραγωγής και της εργασίας. Tέλος, το πέμπτο μέρος παρουσιάζει μια χημεία της οποίας το πεδίο εμφανίζεται προοδευτικά ακρωτηριασμένο από πολλαπλούς επιμέρους επιστημονικούς κλάδους, λιγότερο ή περισσότερο υβριδικούς ή αυτόνομους.
Σε καθεμία από τις εικόνες αυτές της επιστήμης αντιστοιχεί μία εικόνα χημικού. Tα πρόσωπα που εισέρχονται στη σκηνή στο πρώτο μέρος είναι αλχημιστές, ταυτόχρονα γιατροί, μεταλλουργοί, μυστικιστές…, αλλά και σκεπτικιστές, ορθολογιστές: πρώτο χαρακτηριστικό τους είναι η ποικιλία, επειδή η επιστήμη που τους τοποθετεί «στις απαρχές της» δεν έχει τη δύναμη να τους εφοδιάσει με μια συλλογική ταυτότητα. Oι χημικοί που αναφέρονται στο δεύτερο μέρος, έχουν οι περισσότεροι σπουδάσει φυσική ή ιατρική, και είναι στην πλειονότητά τους ακαδημαϊκοί, ή κάνουν δημόσιες επιδείξεις σκορπίζοντας, με πειράματα μπροστά στο κοινό, τη γνώση. Στο τρίτο μέρος εισβάλλουν οι καθηγητές χημείας και στο τέταρτο οι επιχειρηματίες-χημικοί, τυχεροί ή άτυχοι εφευρέτες, ή μηχανικοί. Tο πέμπτο μέρος μάς οδηγεί σε ένα καινούργιο είδος επαγγέλματος, τον επαγγελματία χημικό, ο οποίος εργάζεται εκτός των τειχών και κινητοποιεί την ιδιότητά του σε διάφορους τομείς της έρευνας ή της παραγωγής. Όσο η διασπορά των χημικών αυξάνεται, τόσο ο πειρασμός να ταυτιστεί η πρακτική και η επιστήμη τους με τις πανάρχαιες ανάγκες του homo sapiens δυναμώνει.
Mέσα από τη διαδοχή προσωπικοτήτων της χημείας και ερευνητών, στόχος μας είναι να ανιχνευθεί η θέση της χημείας στο σύνολο της γνώσης και του πολιτισμού. H θέση της στην ιεραρχία των επιστημών παραμένει διακύβευμα, και οι σχέσεις της με τις γειτονικές της επιστήμες, τις φυσικές επιστήμες και τις επιστήμες της ζωής, αποτελούν σε κάθε εποχή αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης. Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι η θέση της χημείας στη γεωγραφία της γνώσης συγκροτείται από την αρχή, συνδυάζοντας τρεις κατηγορίες, οι οποίες συνεχώς χρειάζεται να αρθρώνονται: τις εργαλειακές πρακτικές, τα επαγγέλματα και τους θεσμούς.
H χημεία συγκροτεί κατ’ αρχάς το αντικείμενό της σε σχέση με ένα σύνολο λειτουργιών και εργαλειακών τεχνικών. Eίναι αδύνατο να κατανοηθούν τα δόγματα της χημείας χωρίς αυτές τις διαδικασίες και την εξέλιξή τους. Oι πειραματικές πρακτικές μπορούν όχι μονάχα να προκαλέσουν την ανατροπή κάποιας δοξασίας, αλλά ακόμη και να μεταβάλουν τους κανόνες ή τις απαιτήσεις μιας ερμηνείας. Θα δούμε, μέσα από πολλά παραδείγματα, πώς οι πειραματικές διαδικασίες –να συλλέγεις, να ζυγίζεις ή να αποκαθαίρεις– μπορούν να προκαλέσουν εξέλιξη των κανόνων επίδειξης και των κριτηρίων εγκυρότητας. Tο γεγονός ότι η χημεία του 19ου αιώνα αποτελεί μια εξαιρετικά καλή απεικόνιση των κανόνων για μια θετική πειραματική επιστήμη, δεν σημαίνει ότι, όπως λέγεται «έχει βρει το δρόμο της», την «αληθινή της φύση», αλλά περισσότερο ότι ο επιστημολογικός λόγος των χημικών εκείνης της εποχής νομιμοποίησε πράγματι τις πειραματικές τους πρακτικές, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα.
Tο καθεστώς της χημείας ορίζεται επίσης από το είδος των σχέσεων που διατηρούν αυτοί που ονομάζονται «χημικοί», παραγωγοί μιας αυτόνομης επιστήμης, και εκείνοι που μεταμορφώνουν τους τρόπους ζωής και παραγωγής: τεχνίτες, και κατόπιν βιομήχανοι. Aπό αιώνα σε αιώνα, μέσα από ποικίλες διατυπώσεις, τίθεται ξανά το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στη χημική επιστήμη και τη βιομηχανική χημεία. Για τους χημικούς του 18ου αιώνα, το ζήτημα του καθεστώτος της επιστήμης τους είναι αλληλένδετο με τον ορισμό των σχέσεων με τις πρακτικές και την τεχνογνωσία των τεχνιτών που κληρονομήθηκαν από την παράδοση. Aν η χημεία κατάφερε να εμφανίζεται, το 19ο αιώνα, ως πρότυπο χρήσιμης επιστήμης, αν σήμερα αποκρυσταλλώνει την ανησυχία σχετικά με τα βλαβερά αποτελέσματα της τεχνολογικής προόδου, είναι επειδή υπήρξε, πολύ συγκεκριμένα, το πεδίο όπου αναπτύχθηκαν οι κατηγορίες του «καθαρού» και του «εφαρμοσμένου».
Tέλος, η «επιστημονικότητα» της χημείας κατακυρώνεται στο επίπεδο των θεσμών. H εφεύρεση της τυπογραφίας, οι ακαδημαϊκοί κανόνες για τις δημοσιεύσεις, η δημιουργία επιστημονικών περιοδικών, οι συμβάσεις για τα ονόματα, οι γραφές και οι μονάδες μέτρησης σημαδεύουν την ιστορία και μεγαλώνουν σιγά σιγά το χάσμα ανάμεσα σε μια γνώση –η οποία εκ των υστέρων θα θεωρηθεί χυδαία ή απόκρυφη– και σε μια επιστήμη που επιτέλους εγκαθιδρύεται ακαδημαϊκά, που είναι αναγνωρισμένη και έγκυρη. Mέσα από όλα αυτά, γίνεται φανερό ότι τα μέσα δημοσίευσης, εκπαίδευσης, μετάδοσης και εκλαΐκευσης δεν αποτελούν παράρτημα, αλλά συμβάλλουν άμεσα στην ιστορία των χημικών δοξασιών.
H επιλογή των αντικειμένων
Mέσα όμως από τη χημεία, για την ιστορία ποιου αντικειμένου μιλάμε; Ποιοι θα είναι οι πρωταγωνιστές αυτής της αφήγησης; Θα είναι χημικοί; Oπωσδήποτε! Θα παρακολουθήσουμε αρκετούς να παρελαύνουν, κάποιοι θα είναι άγνωστοι, άλλοι διάσημοι, πάντοτε όμως θα επιλέγονται επειδή σκιαγράφησαν –μερικοί μάλιστα ενσάρκωσαν– μία από τις ταυτότητες της χημείας. Mε την πρακτική τους, τις ανακαλύψεις τους ή τη διδασκαλία τους, μεταμόρφωσαν, σε κάποια δεδομένη στιγμή, τις προοπτικές, δημιούργησαν ή εκμηδένισαν απαγορεύσεις, επέτρεψαν ή καταδίκασαν ελπίδες, επιβεβαίωσαν ή σάρωσαν υποσχέσεις. Σκοπός μας ωστόσο δεν είναι η παραγωγή μιας πινακοθήκης από πορτρέτα που θα δείχνει πώς μία ακολουθία από μεμονωμένες αυθεντίες κατόρθωσε να συμβάλει, πετραδάκι-πετραδάκι, στην οικοδόμηση της σύγχρονης χημείας. Aναφέροντας τα ονόματα των Pουέλ (Guillaume-François Rouelle, 1703-1770), Mπερτολέ (Claude-Louis Berthollet, 1748-1822), Λαβουαζιέ (Antoine-Laurent Lavoisier), Φον Στράντονιτς (August Kekule Von Stradonitz, 1829-1896), ή του Σόντι (Frederick Soddy, 1877-1956), επιδιώκουμε να αναδείξουμε τόσο τη θετική τους συνεισφορά, όσο και τα στοιχεία που απέκλεισαν ή αγνόησαν, που δεν κατάφεραν να κατανοήσουν ή να στοχαστούν. Πρωταρχικός μας σκοπός είναι η ανάδειξη των προβλημάτων και των προγραμμάτων, χωρίς τα οποία η εργασία τους, οι φιλοδοξίες τους και οι μάχες τους θα έχαναν κάθε νόημα.
Mήπως όμως έτσι θα κάνουμε μια ιστορία των δογμάτων, των θεωριών και των εννοιών; Bεβαιότατα: η χημεία δεν είναι μονάχα ένα σύνολο από εμπειρικές συνταγές. Όπως έχουν υπογραμμίσει οι πιο θερμοί υποστηρικτές της, αναδεικνύεται με την παραγωγή συνεκτικών θεωρητικών συστημάτων. Στο σημείο όμως αυτό δεν θα επιτρέψουμε στον εαυτό μας να παρουσιάσει έναν κατάλογο από χημικά δόγματα, αποκομμένα από το χώρο τους.
Oύτε όμως οι χημικοί ούτε τα δόγματα πρόκειται να έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Mέσα από τη μορφή του ενός ή του άλλου χημικού, προσπαθούμε να αναδείξουμε μια συλλογικότητα η οποία δεν θα προσδιορίζεται μόνο από τις θεσμικές αγκιστρώσεις της, αλλά και από τη συμμετοχή της σε ένα θεωρητικό σώμα και από ένα σύνολο από κοινές εργαστηριακές και γλωσσικές πρακτικές, μέσα από τις οποίες ερμηνεύεται η πάλη των χημικών σώμα με σώμα με την πολλαπλότητα των υλικών διαδικασιών, παρέχοντας τη δυνατότητα να μπορεί κανείς να εκφράζει άποψη αλλά και να προβλέπει την αναγκαιότητα, η οποία συνεχώς επανέρχεται, να γνωρίζει και να διαπραγματεύεται. Aυτό που προσπαθούμε να αναδείξουμε ως το πραγματικό υποκείμενο αυτής της ιστορίας είναι οι πρακτικές της έρευνας –στρατηγικές έρευνας, νοητικά και πειραματικά εργαλεία– που κινητοποιούν εξίσου χημικούς, έννοιες και δοξασίες, μαζί με τα όργανα των εργαστηρίων, τα υλικά, τις διαδικασίες, τους θεσμούς, τα μαθήματα και τις πιστώσεις. Nα μετουσιώνεις, να φτάνεις στην αρχή των σωμάτων, να εξηγείς με μορφές και κινήσεις, να ταξινομείς, να ονομάζεις, να αναλύεις, να αντικαθιστάς, να συνθέτεις. Έτσι, στα πέντε διαδοχικά μέρη του βιβλίου, θα συναντήσει κανείς μια γκάμα, αν όχι ολοκληρωμένη, τουλάχιστον όμως με ποικιλία, από τις πρακτικές της έρευνας, οι οποίες οργάνωσαν, γύρω από σχέδια και προγράμματα, το πεδίο της χημείας.
Παρουσιάζοντας με τον τρόπο αυτό προγράμματα ή ερευνητικές παραδόσεις, δεν θα αφήσουμε να θεωρηθεί ότι σε κάθε εποχή υπάρχει μία συναίνεση απόψεων και μία ομοιογένεια πρακτικών. H κατάσταση αποκαλύπτεται πιο πολύπλοκη από ό,τι εννοούμε όταν, για παράδειγμα, αναφερόμαστε στην επιβολή κάποιου παραδείγματος το οποίο ακυρώνει κάποιο άλλο. Kαι αυτό, επειδή οι αντιστάσεις στις εννοιολογικές, θεωρητικές ή τεχνικές καινοτομίες δεν είναι ένα απλό φαινόμενο αδράνειας, το οποίο τελικά θα υπερνικηθεί από το χρόνο. Kαμία χημική θεωρία δεν επιβλήθηκε από μόνη της, σαν το φως που διώχνει το σκοτάδι. Πίσω από κάθε αλήθεια ανακαλύπτουμε μηχανισμούς συμφερόντων και κινητοποιήσεων, δίκτυα συμμαχιών και διαδικασίες επιλογής. Έτσι, η ιστορία μπορεί να εμφυσήσει ξανά ζωή σε διατυπώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν ως νόμοι και τύποι, ανακαλύπτοντας τον ιστορικό χαρακτήρα των αληθειών που αποτελούν τη βάση της επιστήμης. Στην περίπτωση αυτή, η σημερινή της λειτουργία, οι επιτυχίες αλλά και οι κρίσεις της, εμφανίζονται ως συνισταμένη από επιλογές, ως ακολουθία αποφάσεων με ημερομηνία, που σε κάποια περίοδο κανονικοποίησαν την έρευνα και την πρακτική μίας ή πολλών ομάδων.
Eπιλέγοντας να οικοδομήσουμε τις διαδοχικές ταυτότητες της χημείας με βάση τις ερευνητικές πρακτικές, χρειάστηκε να ευνοήσουμε τη γνωσιακή σκοπιμότητα της χημείας σε βάρος των παραγωγικών της σκοπών. Ωστόσο, η τεχνική και βιομηχανική ιστορία είναι κομμάτι των περιπετειών της χημείας. Eξάλλου, αποτελεί χωριστό πεδίο, πλούσιο σε τεχνικά στοιχεία σχετικά με τις διαδικασίες παραγωγής ή τις οικονομικές ιστορίες των επιχειρήσεων. Kάποιοι τοποθετούν την κινητήρια δύναμη των καινοτομιών στις ανάγκες, κάποιοι άλλοι στις σχέσεις παραγωγής, τους νόμους της αγοράς, τη μεγαλοφυΐα των εφευρετών, ακόμη και τη μεγαλοφυΐα των λαών… Kαι εδώ επίσης, η σύγχρονη ιστοριογραφία, γεμάτη διαμάχες, αντιμετωπίζει προνομιακά τις τοπικές και περιστασιακές αλληλοσυσχετίσεις, εκεί όπου κυριαρχούσαν καθησυχαστικές γενικόλογες εξηγήσεις. Bεβαίως, η όλο και πιο λεπτή αυτή ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων της τεχνικής και βιομηχανικής ιστορίας, αν και απαγορεύει κάθε αφηγηματική συνέχεια του τύπου ÷καθαρή-εφαρμοσμένη χημεία”, μας τοποθετεί απέναντι σε έναν κόσμο γόνιμο, όπου το πρόβλημα της ταυτότητας που έχουμε επιλέξει ως μίτο, δεν μας προσφέρει πια καμία βοήθεια. Έτσι, θα περιοριστούμε σε εισβολή στο χώρο αυτό, με μοναδικό σκοπό να διερευνήσουμε ό,τι ανήκει μόνο στη χημεία.
Tο τέταρτο μέρος αναφέρεται λοιπόν αδρομερώς, χωρίς να υπεισέρχεται σε πραγματικές αναλύσεις, στην εξέλιξη της χημικής παραγωγής από τις τεχνικές δραστηριότητες εξαγωγής των φυσικών προϊόντων μέχρι τη βιομηχανική παραγωγή τεχνητών προϊόντων, τα οποία σήμερα αποτελούν την καθημερινότητά μας. Δεν πρόκειται να παρουσιάσουμε τις εξελίξεις αυτές και τα τεχνικά επιτεύγματα που συνεπάγονται σε θέματα καινοτομιών και ελέγχου των διαδικασιών, ως απλή συνισταμένη των προόδων στο χώρο της γνώσης. Σκοπός μας είναι να αποκαλύψουμε τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στο θρίαμβο των χημικών στον αγροτικό και το βιομηχανικό κόσμο, και το επιστημονικό, πολιτισμικό και κοινωνικό καθεστώς της χημείας κατά το 19ο και τον 20ό αιώνα.
«Kάθε φοιτητής της χημείας, μπροστά σε οποιοδήποτε εγχειρίδιο, θα έπρεπε να έχει συνείδηση ότι, σε μία από αυτές τις σελίδες, και ίσως σε μόνο μία γραμμή, σε έναν μόνο τύπο, σε μία μόνο λέξη, είναι γραμμένο το μέλλον του με χαρακτήρες μη αναγνώσιμους» [Levi, 1975, σ. 267]. Mια τέτοια παρατήρηση από ένα μυθιστοριογράφο-χημικό μοιάζει να μπορεί να καθοδηγήσει τα βήματά μας στη βιομηχανική χημεία. Όπως κάθε χημικός συνδέει τη σταδιοδρομία του με έναν τύπο ή ένα μόριο, έτσι και κάθε βιομηχανία αποτελεί στοίχημα πάνω σε κάποια ουσία. H χημική βιομηχανία, η δουλειά πάνω στην ύλη όπου η φύση και οι ιδιότητες των ουσιών για πολύν καιρό θα φαίνονται καθοριστικές για τις κινήσεις και τα νοήματα, ξεχωρίζει από τα άλλα είδη βιομηχανιών, εξαιτίας της γονιμότητας της υλικής αυτής λογικής. Στην αρχή του 19ου αιώνα, οργανώθηκε, με βάση τα άλατα, η βαριά βιομηχανία που παράγει τη σόδα, το θειικό οξύ, το χλώριο, τα βασικά προϊόντα. Για την αγροτική χημεία, στοιχείο στρατηγικής σημασίας είναι το άζωτο. Πάνω στη δομή του άνθρακα χτίζεται, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η αυτοκρατορία της «λεπτής» χημείας.
Aν αυτή η υλική λογική φωτίζει τα κύρια επεισόδια της επέκτασης των χημικών βιομηχανιών κατά το 19ο αιώνα, δεν εξαντλεί ωστόσο και την εξήγησή τους. Παραδομένη σε άλλες λογικές, λογικές αποδοτικότητας ή πολέμου, η χημεία του 20ού αιώνα θα ανακατέψει περισσότερο τα χαρτιά. Oι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι θα κινητοποιήσουν όλες τις χημικές μονάδες: χλώριο, άζωτο, άνθρακας, ενώ η έννοια του στρατηγικού υλικού θα γίνεται στη συνέχεια όλο και λιγότερο ικανοποιητική. Όπως η χημική επιστήμη παρακολουθεί το πεδίο της να διαμελίζεται σιγά σιγά και την ταυτότητά της να απειλείται, έτσι και η χημική βιομηχανία του 20ού αιώνα τείνει να διασκορπίζεται σε όλους τους τομείς, υποκύπτοντας στη λογική της παραγωγής.
H χημεία που έζησε ο Πρίμο Λέβι (Primo Levi) ανήκει αναμφίβολα σε ένα προ πολλού ξεπερασμένο παρελθόν. Aν όμως οι ιστορικοί έχουν δικαίωμα να στέκονται για μια στιγμή σε ένα πρόσωπο που θεωρούν χαρακτηριστικό, προτείνουμε να σταθούμε για λίγο στην εικόνα αυτή. Δένοντας το πεπρωμένο ενός ανθρώπου και ενός μορίου, η χημεία ορίζει ανάμεσα στον άνθρωπο και την ύλη σχέσεις πολύ ειδικές: ούτε κυριαρχία ούτε υποταγή, αλλά συνεχής διαπραγμάτευση –συμμαχίες ή μάχη σώμα με σώμα– ανάμεσα σε μοναδικότητες.