Ο Άντυ, προγραμματιστής υπολογιστών, που φτιάχνει συστήματα ηλεκτρονικής ασφάλειας για λογαριασμό των πελατών του, θα ζήσει μια τρομακτική περιπέτεια. Αρνούμενος να βοηθήσει έναν φιλόδοξο εισαγγελέα, που του ζητά να κατασκοπεύσει τους πελάτες του, καταλήγει στη φυλακή. Θεωρούμενος πλέον «εχθρός του κράτους», ο βαθιά πικραμένος Άντυ θα αφοσιωθεί αποκλειστικά σ’ ένα έργο ζωής: την κατασκευή ενός ολοκληρωμένου συστήματος εμπιστευτικού ηλεκτρονικού εμπορίου που δεν θα είναι δυνατόν να ανιχνευθεί από τις κρατικές αρχές…
«Το εντυπωσιακό μυθιστόρημα του David C. Calderwood, που κάνει την καινούργια αυτή εποχή να αναπνέει ολοζώντανη δίπλα μας, διαβάζεται σχεδόν πια σαν ιστορία κι όχι σαν αποκύημα συγγραφικής φαντασίας. Ο ήρωάς του θα πάψει πολύ σύντομα να είναι φανταστικό πρόσωπο. Ο κόσμος του θα γίνει και δικός μας, οι δε «ανακαλύψεις» του θα διευκολύνουν τους πολίτες να είναι αφεντικά των εισοδημάτων τους ξεφεύγοντας από το μακρύ χέρι του άπληστου κράτους.»
Ανδρέας Ανδριανόπουλος
Kαθώς εισερχόμαστε στον εικοστό πρώτο αιώνα, όλο και περισσότερες εμπορικές πράξεις θα πραγματοποιούνται μέσω του Διαδικτύου, και η ηλεκτρονική αγορά θα στηρίζεται στα ισχυρά κρυπτογράμματα για να προστατεύει και να επιβεβαιώνει τις οικονομικές συναλλαγές. Aν καταστεί δυνατό να κατασκευαστούν κβαντικά κρυπτογραφικά συστήματα που να λειτουργούν σε μεγάλες αποστάσεις, η αναζήτηση για την προστασία του ιδιωτικού απορρήτου θα έχει λήξει. H τεχνολογία θα μπορεί να εγγυάται ασφαλείς επικοινωνίες για τις κυβερνήσεις, τις επιχειρήσεις και το κοινό. Tο μόνο ερώτημα που παραμένει ανοιχτό είναι κατά πόσον οι κυβερνήσεις θα μας επιτρέψουν ή όχι να χρησιμοποιούμε την τεχνολογία αυτή. Πώς θα μπορέσουν οι κυβερνήσεις να ρυθμίσουν την κβαντική κρυπτογραφία έτσι ώστε να εμπλουτίσουν την Eποχή της Πληροφορίας, χωρίς να προστατεύουν τους εγκληματίες;
Το μυθιστόρημα του David C. Calderwood είναι μια άριστη επισκόπηση της επίδρασης της κρυπτογραφίας στο ιδιωτικό απόρρητο, τις ατομικές ελευθερίες, την επιβολή της εννόμου τάξεως και το εμπόριο.
«Πολύ ωραία, τώρα χρησιμοποιείς το laissez faire ως μειωτικό όρο. Για πες μου, Τσαρλς, από πότε είναι έγκλημα να λες, αφήστε με ήσυχο;»
«Πάντα ήταν έγκλημα, από τη στιγμή που ένας εγκληματίας φόρεσε μια κορόνα στο κεφάλι του και φώναξε “Πού είναι οι φόροι μου;” Μήπως το ξέχασες; Δεν μπορείς απλώς να σηκώσεις το χέρι σου και να πεις, πάρτε δρόμο, δεν θέλω να παίζω πια με τους κανόνες σας. Έχεις κάτι που θέλουν, δεν πρόκειται να σ’ αφήσουν να φύγεις, έτσι απλά. Ολόκληρος ο κόσμος τους θα κατέρρεε αν οι συνηθισμένοι άνθρωποι είχαν επιλογή, αν μπορούσαν να αποφασίσουν πόσο αξίζει η κυβέρνησή τους.»