Πώς μεταφράζεται η λέξη «έρημος» όταν βρίσκεται κάποιος στο δάσος του Αμαζονίου κάτω από τον Ισημερινό; Πώς μεταφράζεται η λέξη «βουνό» για τους Ινδιάνους της επίπεδης χερσονήσου του Γιουκατάν, όπου το μεγαλύτερο ύψωμα μόλις αγγίζει τα 30 μέτρα; Πώς μεταφράζονται οι λέξεις «ποτάμι» ή «λίμνη» σε φυλές που δεν τα γνωρίζουν καθόλου; Πώς μεταφράζεται η έκφραση «άνθρωποι του λαού» στη γλώσσα ενός πολιτισμού με κοινωνικές τάξεις ή κάστες διαφορετικής δομής από του δικού μας πολιτισμού; Πώς μεταφράζεται, με όλες τις προεκτάσεις του, το παράδειγμα του άντρα που κουβαλά μια στάμνα με νερό στη γλώσσα ενός πολιτισμού για τον οποίο είναι αδιανόητο να κάνει ένας άντρας αυτή τη δουλειά;
Η ιστορία της μετάφρασης βρίθει από ανάλογα παραδείγματα. Πίσω από κάθε γλώσσα κρύβεται μια διαφορετική αντίληψη για τον κόσμο και μια διαφορετική ιδεολογία: η «ιδεολογική κουλτούρα». Όταν μιλάμε για τον κόσμο σε δύο διαφορετικές γλώσσες, δε μιλάμε ποτέ για τον ίδιο ακριβώς κόσμο: σε αυτό οφείλεται και η θεωρητική αδυναμία της μετάβασης από τη μια γλώσσα στην άλλη, όταν αυτή η γλωσσική μετάβαση προϋποθέτει μια άλλη μετάβαση – στην πραγματικότητα ανύπαρκτη – από έναν κόσμο σε έναν άλλο.
Μια γλώσσα μας υποχρεώνει να δούμε τον κόσμο με έναν ορισμένο τρόπο. Η σύγχρονη γλωσσολογία, αντί να υποστηρίζει, όπως οι αρχαίοι μεταφραστές και θεωρητικοί της μετάφρασης, ότι η τελευταία είναι πάντοτε εφικτή ή πάντοτε ανέφικτη, καταλήγει να ορίζει τη μετάφραση σαν μια διαδικασία σχετική ως προς την επιτυχία της και μεταβλητή ως προς τα επίπεδα επικοινωνίας που επιτυγχάνει.
Η σύγχρονη γλωσσολογία δεν υποστηρίζει πλέον, όπως οι μεταφραστές που εργάζονταν άλλοτε εμπειρικά, ότι η μετάφραση είναι πάντοτε εφικτή ή πάντοτε ανέφικτη, ολοκληρωμένη ή ημιτελής. Αντίθετα, προσδιορίζει τελικά τη μετάφραση ως διαδικασία που χαρακτηρίζεται από σχετική επιτυχία και από ποικιλία ως προς τα επίπεδα επικοινωνίας τα οποία επιτυγχάνει. «Η μετάφραση», λέει ο Nida, «συνίσταται στη δημιουργία του πλησιέστερου φυσιολογικού αντίστοιχου μηνύματος της γλώσσας από την οποία ξεκινάμε στη γλώσσα στην οποία καταλήγουμε, κατ’ αρχάς ως προς τη σημασία, και ύστερα ως προς το ύφος». Θα υιοθετούσαμε μιαν αμετακίνητη, αντι-διαλεκτική άποψη, αν παγιώναμε αυτή τη διατύπωση, αν δηλαδή πιστεύαμε ότι με δεδομένες δύο γλώσσες, ένα μήνυμα και τη μετάφρασή του, το πλησιέστερο φυσιολογικό αντίστοιχο προς αυτό μήνυμα είναι οριστικά δεδομένο. Η μετάφραση μπορεί πάντοτε να ξεκινά από τις σαφέστερες καταστάσεις, τα πιο συγκεκριμένα μηνύματα ή τα στοιχειωδέστερα καθολικά. Αν όμως αντιμετωπίσουμε μια γλώσσα συνολικά – μαζί με τα πιο υποκειμενικά της μηνύματα – μέσα από την έρευνα κοινών καταστάσεων και τον πολλαπλασιασμό των διαφωτιστικών επαφών, τότε η μετάφραση δεν είναι ποτέ πραγματικά ολοκληρωμένη, πράγμα που ταυτοχρόνως σημαίνει ότι δεν είναι ποτέ αδυσώπητα ανέφικτη.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
MEPOΣ ΠPΩTO: Γλωσσολογία και μετάφραση
Kεφάλαιο 1
Η μετάφραση ως επαφή γλωσσών
Kεφάλαιο 2
Πρέπει να αποτελεί κλάδο της γλωσσολογίας η επιστημονική μελέτη της μεταφραστικής διαδικασίας;
MEPOΣ ΔEYTEPO: Tα γλωσσικά εμπόδια
KEΦAΛAIO 3
Η μεταφραστική δραστηριότητα υπό το φως των γλωσσολογικών θεωριών σχετικά με τη σημασία
KEΦAΛAIO 4
Η μεταφραστική δραστηριότητα υπό το φως των οπαδών του Humboldt για τις γλώσσες ως «κοσμοθεωρήσεις»
KEΦAΛAIO 5
Η μεταφραστική δραστηριότητα και η πληθώρα των πολιτισμών
MEPOΣ TPITO: Λεξιλόγιο και μετάφραση
KEΦAΛAIO 6
Λεξιλογική δομή και μετάφραση
KEΦAΛAIO 7
H αναζήτηση των ελαχίστων σημασιολογικών ενοτήτων: Luis J. Prieto
KEΦAΛAIO 8
H αναζήτηση των ελαχίστων σημασιολογικών μονάδων: Jean-Claude Gardin
KEΦAΛAIO 9
H αναζήτηση των ελαχίστων σημασιολογικών μονάδων: ορισμοί, ορολογίες, τυποποιημένες ορολογίες
KEΦAΛAIO 10
Λεξιλόγιο, συνυποδηλώσεις και μετάφραση
KEΦAΛAIO 11
Mετάφραση, γλώσσα και διαπροσωπική επικοινωνία
MEPOΣ TETAPTO: «Kοσμοθεωρίες» και μετάφραση
KEΦAΛAIO 12
Tα καθολικά της γλώσσας
MEPOΣ ΠEMΠTO: Πολλαπλοί πολιτισμοί και μετάφραση
KEΦAΛAIO 13
H εθνογραφία είναι μετάφραση
KEΦAΛAIO 14
H φιλολογία είναι μετάφραση
MEPOΣ EKTO: Σύνταξη και μετάφραση
KEΦAΛAIO 15
Σύνταξη και μετάφραση
EΠIΛOΓOΣ
BIBΛIOΓPAΦIA
EYPETHPIO
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
…
Oι δυσκολίες και τα προβλήματα της μετάφρασης, διατυπωμένα με ορθολογικό τρόπο, έγιναν πολύ νωρίς αντιληπτά, εφόσον υπάρχουν ήδη στο έργο ενός Κικέρωνα, ενός Αγίου Ιερώνυμου ή ενός du Bellay. Όμως, για πολύ καιρό, η απάντηση στην ερώτηση «είναι εφικτή η μετάφραση;» αμφιταλαντευόταν μεταξύ δύο αντιφατικών τάσεων. Από τη μία πλευρά, σύμφωνα με την άποψη του ενός στρατοπέδου, η μεταφραστική διαδικασία, ο ίδιος ο συνειδητός χειρισμός των γλωσσών οδηγούσαν όλο και περισσότερο στο συμπέρασμα ότι, μερικές φορές ή συχνά, η μετάφραση είναι ανέφικτη· ή ακόμη ότι η πλήρης μετάφραση είναι πάντοτε ανέφικτη. Από την άλλη πλευρά και σύμφωνα με την άποψη του άλλου στρατοπέδου, οι κρατούσες απόψεις για την ταυτότητα του ανθρώπινου πνεύματος, την παγκοσμιότητα των μορφών σκέψης και γνώσης ωθούσαν στην υποστήριξη της αντίληψης ότι, εφόσον η γλωσσική επικοινωνία είναι εφικτή, άρα είναι εφικτή και η επικοινωνία μεταξύ των γλωσσών. Σύμφωνα με μία τρίτη άποψη –η οποία δίχαζε τους ίδιους τους μεταφραστές– ακόμη και αν οι μεταφραστικές δυσκολίες γεννούν φόβους ή υποψίες ότι είναι εντελώς αδύνατον να μεταφράσουμε, τουλάχιστον όσον αφορά ορισμένα σημεία, η ίδια η πράξη αποδείκνυε ότι τελικά μπορούμε να μεταφράσουμε.
Η επικράτηση του αξιώματος της ενότητας του ανθρώπινου πνεύματος οδήγησε στην επικράτηση, με εμπειρικό τρόπο, της άποψης ότι η μετάφραση είναι εφικτή· η άποψη ότι η μετάφραση δεν είναι εφικτή αντιμετωπιζόταν ως καθαρά θεωρητική, ως ένα είδος παράδοξου που ήταν δύσκολο να αποδειχθεί αλλά και να απορριφθεί. Αυτό προφανώς εξηγεί γιατί η συγκρότηση μιας επιστημονικής αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων πήρε κυρίως τη μορφή κριτικής της κρατούσας άποψης: αντιδρώντας στην αφελή πεποίθηση ότι η γλωσσική επικοινωνία –και, κατά συνέπεια, η επικοινωνία μεταξύ των γλωσσών– είναι κάτι σαν έμφυτο χάρισμα, μια βιολογική και ψυχολογική ικανότητα κοινή σε όλους τους ανθρώπους, όπως η όραση και η ακοή, η γλωσσολογία υποστήριξε, παρουσιάζοντας πληθώρα αποδείξεων, ότι η γλώσσα είναι ένας θεσμός μάλλον, παρά μια ικανότητα. Οι κριτικές της παραδοσιακής έννοιας της σημασίας, η θεωρία των σημασιολογικών πεδίων, των διαφορετικών «κοσμοθεωρήσεων» ή της πληθώρας των, πιθανώς απροσπέλαστων μεταξύ τους, «πολιτισμών» απέδειξαν επιπλέον ότι «το σύμπαν που έχουμε στο μυαλό μας πλάστηκε πρώτα από τη γλώσσα μας». Όλες οι γλώσσες περιέχουν, προκατασκευάζουν και επιβάλλουν στους ομιλητές τους ένα συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου και ανάλυσης των εμπειριών που αποκομίζουν από τον κόσμο. Κατά συνέπεια, τα δημοσίως παρατηρήσιμα φαινόμενα, η κοινή κατάσταση, όλα όσα μοιάζουν σε δύο γλώσσες, δεν μπορούν να χρησιμεύσουν άμεσα ως κοινό μέτρο σε αυτά τα δύο εκφωνήματα: ο Μογγόλος και ο Ιάπωνας ομιλητής που μιλούν για ένα πηγάδι, ένα τραπέζι ή την πράξη αφήνω, ακουμπώ, δεν παρατηρούν στις αντίστοιχες καταστάσεις τα ίδια διακριτικά χαρακτηριστικά, ούτε τις χαρακτηρίζουν χρησιμοποιώντας τα ίδια διακριτικά στοιχεία.
Θέλοντας να αιτιολογήσουν τη μεταφραστική πρακτική, οι υποστηρικτές του εφικτού της μετάφρασης για πολύ καιρό είτε απλώς αγνοούσαν είτε αρνούνταν μαχητικά είτε υποβάθμιζαν στο έπακρο αυτά τα εδραιωμένα από τη σύγχρονη γλωσσολογία στοιχεία. Μια σωστή θεωρία για τη μεταφραστική δυνατότητα προϋποθέτει, αντίθετα, την πλήρη, χωρίς επιφυλάξεις, αποδοχή αυτών των βέβαιων γλωσσικών κατακτήσεων. Καμία θεωρία δεν κέρδισε αρνούμενη στοιχεία που την ενοχλούν, αντίθετα μάλιστα. Θα μπορέσουμε να αποδείξουμε ότι μια θεωρία για τη μετάφραση είναι εφικτή, μόνο αν κατανοήσουμε, αναλύσουμε και εντάξουμε, ει δυνατόν, αυτά τα στοιχεία που φαίνεται ότι στέκονται εμπόδιο στο δρόμο της.
Επομένως, αν θέλουμε να καταλάβουμε γιατί και πώς η μετάφραση παραμένει εφικτή, πρέπει προηγουμένως να αποδεχθούμε πλήρως το εξής γεγονός: μία γλώσσα μάς υποχρεώνει να δούμε τον κόσμο με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Κατά συνέπεια, μας εμποδίζει να τον βλέπουμε με κάποιους άλλους τρόπους. Πρέπει να αποδεχθούμε πλήρως το γεγονός ότι η γλώσσα δεν αλλάζει τόσο γρήγορα όσο η εμπειρία του κόσμου (έτσι εξηγείται η αντίσταση του λεξιλογίου στη δόμηση)· ότι οι αλλαγές της ανθρώπινης εμπειρίας δεν αντικατοπτρίζονται αυτόματα στη γλώσσα (έτσι εξηγείται γιατί εξακολουθούμε να λέμε ο ήλιος ανατέλλει). Η εμπειρία που αποκτούν διαχρονικά οι άνθρωποι από τον κόσμο δεν αντικατοπτρίζεται διαχρονικά στη γλώσσα: σε πολλές γλώσσες, το λεξιλόγιο των χρωμάτων αντικατοπτρίζει εξίσου και περισσότερο από την εμπειρία των σύγχρονων ομιλητών την εμπειρία ομιλητών του παρελθόντος· οι ταξινομήσεις των χρωμάτων εκείνων των ομιλητών αντικατόπτριζαν τον υλικό, μεταφυσικό ή θρησκευτικό τρόπο ερμηνείας του χρωματικού φαινομένου. Αν και δεν εκφράστηκε σαφώς γι’ αυτό το θέμα, και παρ’ όλο που δεν επωφελήθηκε όσο έπρεπε, η σύγχρονη γλωσσολογία μας διδάσκει ότι η γλώσσα διατηρεί σε απολιθωμένη κατάσταση ξεπερασμένες δομήσεις που δημιουργήθηκαν από τον άνθρωπο για να εκφράσουν την περί του κόσμου εμπειρία του: υπάρχουν γλωσσικά απολιθώματα, λεξιλογικά και συντακτικά, σε όλες τις γλώσσες και σε όλες τις εποχές: οι λέξεις επιφάνεια και καμπύλη αποτελούσαν γλωσσικά απολιθώματα στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, γιατί εμπόδιζαν τα μαθηματικά να αντιληφθούν το εύρος των εννοιών «επιφάνεια» και «καμπύλη» που μπορούσε να κατακτήσει η μαθηματική επιστήμη. Ένας λογικός φιλόσοφος, ο Serrus, διατύπωσε καλύτερα από όλους αυτή την πολύ σημαντική άποψη με την εξής φράση: «μία γλώσσα έχει πάντοτε τη δική της μεταφυσική και μάλιστα εμπεριέχει γενικά πολλές παράλληλες μεταφυσικές».
Η έντιμη και χωρίς ενδοιασμό αποδοχή αυτών των συμπερασμάτων της σύγχρονης γλωσσολογίας, προϋποθέτει και την αποδοχή του εξής γεγονότος, που δεν θα πρέπει ποτέ να λησμονούμε: η μετάφραση δεν είναι πάντοτε εφικτή. Είναι εφικτή μέχρις ενός σημείου και μέσα σε κάποια όρια – όμως αντί να θεωρήσουμε ότι αυτό το σημείο είναι αιώνιο και απόλυτο, θα πρέπει να το προσδιορίζουμε κάθε φορά ανάλογα με την περίπτωση και να χαράζουμε με ακρίβεια τα όριά της· πρέπει να κάνουμε στατιστική μελέτη των μεταφραστικών λαθών για ένα δεδομένο κείμενο, για ένα ζεύγος δεδομένων γλωσσών. Θα πρέπει να κάνουμε κάθε φορά καταμέτρηση στοιχείων, αντί να επεκτείνουμε σε όλη τη γλώσσα τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε βάσει ενός περιορισμένου αριθμού στοιχείων. Είναι βέβαιο, για παράδειγμα, ότι μερικές φορές είναι αδύνατον να αποδοθούν οι αποχρώσεις των χρωμάτων από την ουαλική γλώσσα: το glas, αν έχει σχέση με το χορτάρι, σημαίνει σίγουρα πράσινο· αν όμως αναφέρεται στον ουρανό την ώρα του ηλιοβασιλέματος, ή σε μια κάπως σπάνια ατμόσφαιρα ή σε ένα ποίημα, δεν είναι σίγουρο ότι σημαίνει μπλε. (Παράδειγμα: «το διάφανο ηλιοβασίλεμα πρασινίζει / σαν σάρκα που πεθαίνει», κ.λπ…). Μερικές φορές, θα μας βοηθήσουν τα συμφραζόμενα: στην περιγραφή της κακοκαιρίας ή ορισμένων αντικειμένων, glas σημαίνει σίγουρα μόνο γκρι. Άλλες φορές όμως, ούτε τα συμφραζόμενα ούτε οι συγκυρίες δεν μπορούν να μας βοηθήσουν: ένα φόρεμα που χαρακτηρίζεται ως glas μέσα σε ένα κείμενο της ουαλικής γλώσσας, χωρίς καμία άλλη διευκρίνιση, είναι άραγε πράσινο ή μπλε; Σε ένα μυθιστόρημα, οι αποχρώσεις μπορεί να έχουν δευτερεύουσα σημασία· όμως σε ένα ποίημα μπορεί να διαδραματίζουν βασικό ρόλο ως προς την εντύπωση που δημιουργείται στον αναγνώστη (για παράδειγμα, στους στίχους του Μποντλέρ: «Είν’ ευωδιές ολόδροσες […] σαν τα λιβάδια πράσινες…»).
Είναι βέβαιο επίσης ότι η λογοτεχνία και η ποίηση ενός πολιτισμού πολύ απομακρυσμένου από τον δικό μας επιφυλάσσουν στον μεταφραστή περισσότερες αποτυχίες. Η πιο ακραία περίπτωση είναι της κινεζικής ποίησης η οποία βασίζεται κατ’ αρχάς σε ένα (πολύ κοινωνικοποιημένο) πλέγμα υποκειμενικών συσχετισμών ανάμεσα στις εποχές, τα σημεία του ορίζοντα, τα χρώματα, τις οσμές, τις γεύσεις, τα στοιχεία της φύσης, τις μουσικές νότες, τα μέρη του σώματος, τα ζώα, τους αριθμούς, τις λογοτεχνικές αναφορές κλπ… Οι συσχετισμοί αυτοί είναι ανύπαρκτοι στη Δύση. Ένα ολόκληρο ποίημα μπορεί να περιστρέφεται γύρω από συσχετισμούς μεταξύ του λευκού χρώματος, του ανατολικού ανέμου, του φθινοπώρου, των γηρατειών και της φρονιμάδας, για παράδειγμα. Επιπλέον, όλη η κινεζική ποίηση είναι μελοποιημένη και καλλιγραφημένη. Είναι αδύνατον, επομένως, να αποδώσουμε την απήχηση που δημιουργεί (εκτός αν προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε σε αυτήν όλη την τυπογραφική επιστήμη του Coup de dés του Μαλαρμέ και των Calligrammes του Απολινέρ ή να χρησιμοποιήσουμε, αντίστοιχα, πολύχρωμους τυπογραφικούς χαρακτήρες, όπως είχαν προτείνει οι Συμβολιστές, ή ακόμη και τα ποιήματα-αντικείμενα της μοντέρνας τέχνης). Στις αναλύσεις του παρόντος έργου, επιμείναμε κυρίως σε όλους τους πόρους και σε όλες τις αιτιολογήσεις που προσφέρει η σύγχρονη γλωσσολογία στη θεωρία του εφικτού της μετάφρασης, παρά τις δυσκολίες, διότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι το a priori δόγμα περί του μεταφραστικού ανέφικτου. Προσπαθήσαμε εντούτοις να μην υποτιμήσουμε τις συγκεκριμένες δυσκολίες του ενός ή του άλλου κειμένου, της μιας ή της άλλης μετάφρασης, της μιας ή της άλλης γλώσσας.
ΙΙ. Πράγματι, ο αληθινός κίνδυνος που ελλοχεύει τώρα σε αυτή την καλά εδραιωμένη γλωσσολογική θεωρία, σύμφωνα με την οποία η γλώσσα μας προσανατολίζει, προδιαθέτει, προκαταλαμβάνει, προκατασκευάζει και περιορίζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο, είναι ο αμετάβλητος τρόπος της διατύπωσής της. Αυτός ο κίνδυνος, το διασημότερο θύμα του οποίου είναι χωρίς αμφιβολία ο Whorf, απειλεί τους γλωσσολόγους που ασχολούνται κυρίως με συγχρονικές αναλύσεις της εσωτερικής, περιγραφικής, φορμαλιστικής γλωσσολογίας και οι οποίοι, εξ ορισμού, δεν λαμβάνουν υπόψη τους τον ρόλο του παράγοντα χρόνου στη γλώσσα. Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι η γλώσσα όχι μόνο προσανατολίζει και οργανώνει την κοσμοθεώρησή μας, αλλά την παγιώνει. Δίνοντας έμφαση στη δράση από τη γλώσσα προς τον κόσμο, που είχε παραμείνει απαρατήρητη για πολύ καιρό, λησμονεί την αδιαμφισβήτητη δράση από τον κόσμο προς τη γλώσσα. Επιμένοντας στην παραγνωρισμένη πλευρά των φαινομένων που εμποδίζουν τη γλώσσα να δει τον κόσμο, λησμονεί την πλευρά εκείνη του κόσμου των εμπειριών ο οποίος υπερνικά τα εμπόδια που του δημιουργεί η γλώσσα. Λησμονεί πώς επιλύθηκαν στην ιστορία ενός πολιτισμού οι διαμάχες ανάμεσα στη γνώση μας και την άγνοιά μας για τον κόσμο, οι οποίες έγιναν γνωστές χάρη στη διαμάχη ανάμεσα στις εμπειρίες που αποκτούμε από τον κόσμο και τη γλώσσα μας. Λησμονεί διαρκώς ότι, αν κάθε λέξη ή κάθε εκφώνημα αποτελούν μιαν υπόθεση σχετικά με τον κόσμο, αυτή η υπόθεση υπόκειται διαρκώς σε επαληθεύσεις είτε από την πλευρά της πρακτικής είτε από την πλευρά της σκέψης. Η θεωρία περί του αμετάβλητου της γλώσσας-κοσμοθεώρησης προσκρούει στην ερμηνεία των γεγονότων: παρά το ασφυκτικό πλαίσιο της παλαιάς γλωσσολογικής ονοματοθεσίας που χώριζε το ζωικό βασίλειο σε θηρία, πουλιά, ψάρια και ερπετά [Thier, Vogel, Fisch, Gewürm], εμφανίστηκε και επιβλήθηκε η ταξινόμηση του Λινναίου ακόμη και στη γλώσσα.