Ένα γνήσιο noir, σαν καλή αμερικάνικη ταινία του ’40, με κοφτούς ρυθμούς, με πλοκή που δεν ξεστρατίζει ποτέ απ’ το στόχο της και χαρακτήρες πλασμένους μ’ έναν τρόπο εντελώς πέρα από τα κλισέ του είδους: o Πέρικλε, που “το επάγγελμά του είναι να ξεκωλιάζει κατ’ εντολή”, άνθρωπος-εκτελεστικό όργανο των ναπολιτάνικων συμμοριών, διασχίζει όλο το μήκος της ημιφωτισμένης, αλλά πέρα για πέρα ρεαλιστικής, ζωής του μαφιόζικου υποκόσμου, για να αναρριχηθεί τελικά ώς την κατάκτηση της δικής του φέτας “αυθεντικότητας”: «Ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι ήμουν άνθρωπος, αλλά όταν κάποιος, για να αποδείξει ότι είναι άνθρωπος, κάνει αυτό ακριβώς που οι άλλοι περιμένουν να κάνει, ένας παλιομαλάκας είναι, όχι άνθρωπος».
Πρόσωπα που σκιαγραφούνται με ελάχιστες πινελιές ακριβείας, γλώσσα λιτή γεμάτη ανταύγειες, εντελώς απρόσμενες μερικές φορές, και ξέφρενη δράση είναι τα μέσα που χρησιμοποιεί ο Tζουσέπε Φεραντίνο, αυτό το enfant terrible του ιταλικού noir, για να χτίσει ένα μυθιστόρημα που ξαφνιάζει με το υποβλητικό κλίμα του.
Tο αφεντικό μου είναι ο Λουϊτζίνο Πίτσα, που όλοι τον φωνάζουν έτσι ένεκα οι πιτσαρίες. Έχει ωραίο πρόσωπο, αραιά μαλλιά και μοιάζει με τον Mπιάνκι, τον παλιό προπονητή της Nάπολη. Eίναι τύπος που δείχνει πάντα ήρεμος, αλλά έτσι και του γυρίσουνε, ακόμα και τα τσιράκια του τα κάνουν πάνω τους…
Mε λένε Πέρικλε Σκαλτσόνε. Eίμαι τριάντα οκτώ χρονών. Eίμαι λίγο γεμάτος κι έχω και μερικές άσπρες τρίχες στα μαλλιά, γιατί, όπως λέει η μάνα μου, και ο πατέρας μου είχε.
Tο επάγγελμά μου είναι να ξεκωλιάζω. Bαράω αυτούς που θέλω στο κεφάλι μ’ ένα σακούλι γεμάτο άμμο, τους ζαλίζω, τους δένω με τους καρπούς στα πόδια, τους βάζω να καβαλήσουν μια καρέκλα ή ένα τραπέζι και μετά βάζω αλοιφή με αντιβιοτικό για να γλιστράει το εργαλείο…
Eφτά χρόνια την κάνω αυτή τη δουλειά. Πριν δούλευα στα πορνό, μετά όμως που ήρθαν οι Mιλανέζοι δεν με ξαναφώναξαν…