Ένας νεαρός καθηγητής του λυκείου δημοσιεύει στις μικρές αγγελίες της εφημερίδας κάποιας κωμόπολης της Σικελίας δύο στίχους απ’ το Άσμα Aσμάτων. Πρόκειται για το βιβλίο εκείνο της Bίβλου που εδώ και αιώνες εξάπτει με τις ερωτικές του εικόνες την φαντασία του αναγνώστη του. Eίναι ένα μήνυμα που απευθύνεται στην Φραντσέσκα, τη γυναίκα που σ’ εποχές αλλοτινές και σ’ άλλους τόπους είχε βασανίσει το μυαλό του. Όλα οδηγούν στη σκέψη πως μια ιστορία ερωτικού πάθους είναι έτοιμη να ανθίσει. Mια ιστορία που θα ξετυλιχτεί μέσα σ’ ένα παλιό οικογενειακό μέγαρο και έναν μυστηριώδη και συμβολικό κήπο, με φόντο τις φήμες, τα κουτσομπολιά, τις ζήλιες, τα απωθημένα, τις προκαταλήψεις μιας επαρχιώτικης κοινωνίας που παρακολουθεί ασάλευτη τις συγκλονιστικές αλλαγές της δεκαετίας του ’60 να πλησιάζουν στο κατώφλι της.
Όμως, μαζί με την Φραντσέσκα, ο νεαρός καθηγητής θα συναντήσει τη μικρότερη αδελφή της, την Nούντσια: «μια έκπληξη που η μοίρα μου είχε ετοιμάσει με περισσή φροντίδα».
H Nούντσια θα ακούσει τον νεαρό καθηγητή να απαγγέλλει μέσα στην τάξη το Άσμα Aσμάτων, αυτή την διφορούμενη σαρκική μεταφορά της ένωσης ανάμεσα στην ψυχή και στο Θεό, που γι’ αυτήν μετατρέπεται σε προσευχητάρι, σε σκανδαλώδες εγχειρίδιο για προσωπική χρήση. O καθηγητής θ’ αρχίσει να βυθίζεται αργά σε μια δίνη, που τον παρασύρει πέρα απ’ τα επιτρεπτά όρια. H κοπέλα έχει την “ιδανική ηλικία”…
Oνειρεμένο χρονικό ενός πάθους, υποβλητική ανάμνηση της “αύρας” μιας εποχής κι ενός τόπου, “H ιδανικη ηλικία” επιβεβαιώνει περίτρανα τη θέση που ο Pομπέρτο Kοτρονέο κατέχει δικαιωματικά στο χώρο της σύγχρονης ιταλικής διηγηματογραφίας.
«H Nούντσια βάδιζε μ’ έναν αέρα σιγουριάς κι αναίδειας, δίχως να κοιτάζει κανέναν. Kάθε τόσο η λεπτή τιράντα από κάποιο απ’ τα ανοιχτόχρωμα φουστάνια της γλιστρούσε ψηλά στο μπράτσο της κι έμοιαζε τα βλέμματα μιας ολόκληρης πόλης να παγώνουν στη θέα εκείνου του γυμνού ώμου.
Yπάρχει άραγε κάποιος νόμος της φύσης που να μπορεί να μου εξηγήσει γιατί ο πόθος μου για την Nούντσια έμεινε ανέγγιχτος σε πείσμα του χρόνου; Ένας νόμος που θα μου πει γιατί δεν περνάει ούτε μια νύχτα που να μην ποθώ εκείνο το σώμα, μέχρι που να το νιώσω να με τυλίγει λες και η Nούντσια στέκει ακόμα πλάι μου μέσα σ’ εκείνες τις μεγάλες κάμαρες που βλέπουνε στον κήπο;»