Tο βιβλίο είναι η “αστυνομική” έρευνα ενός φανταστικού αναγνώστη πάνω σε ένα πραγματικό κείμενο του Mπαλζάκ: La Grande Bretèche, όνομα ενός στοιχειωμένου σπιτιού και ταυτόχρονα τίτλος ενός κειμένου που ο Mπαλζάκ έγραφε και ξανάγραφε, αλλάζοντας και μετατοπίζοντας συνεχώς κομμάτια και σημασίες της αρχικής ιστορίας. Aναζητώντας τα “γιατί” αυτών των παλινδρομήσεων του συγγραφέα, εντοπίζοντάς τα ένα προς ένα και ταξινομώντας τα, ο αναγνώστης παίρνει ένα μονοπάτι που διασχίζει μια πυκνή φυλλωσιά, καμωμένη από απίθανα στιγμιότυπα της ζωής του Mπαλζάκ, από ένα όλο και πιο πυκνό πλέγμα αφηγήσεων, πηγών και παραλλαγών της ίδιας ιστορίας, οι οποίες οδηγούν η μια στην άλλη και ακολουθούν η μία την άλλη σε μια ιλιγγιώδη διαδοχή.
Στο τέλος της διαδρομής, στην άκρη του μονοπατιού, όταν ο αναγνώστης θα πρέπει να λύσει το αίνιγμα, όταν θα πρέπει να περισυλλέξει τα λιθαράκια-απαντήσεις που έσπειρε στο πέρασμά του, θέλοντας να ξαναβρεί το δρόμο του, ανακαλύπτει πως αυτά τα λιθαράκια δεν είναι πια απαντήσεις, αλλά έχουν μεταμορφωθεί σε καινούργιες ερωτήσεις…
Tο κείμενο ιριδίζει αινίγματα, απομακρύνεται από τις προθέσεις του δημιουργού… Περιμένει νέους αναγνώστες, πιο καχύποπτους απέναντι στις “παγίδες” της αφήγησης…
Γύρω στις δύο το πρωί, κάποιοι από τους παρόντες αναλαμβάνουν εκ περιτροπής το ρόλο του αφηγητή. Στο τέλος έρχεται η σειρά του Mπιανσόν, που αφού διηγείται με συντομία το θάνατο μιας ασθενούς του, υποχωρεί στις προτροπές και αφηγείται την πιο “τρομερή ιστορία” του “ρεπερτορίου” του.
Πρόκειται για την Grande Bretèche…
«Σε μια απόσταση εκατό περίπου βημάτων από τη Bαντόμ, στις όχθες του Λίγηρα, είπε, βρίσκεται ένα παλιό σκοτεινό σπίτι με πανύψηλες στέγες, εντελώς απομονωμένο…
…Tη θλιβερή σιωπή που βασιλεύει εκεί την ταράζουν μόνο τα πουλιά, οι γάτες, τα κουνάβια, οι αρουραίοι και τα ποντίκια που κυκλοφορούν ελεύθερα, τσακώνονται και αλληλοτρώγονται.
Ένα αόρατο χέρι έχει γράψει παντού τη λέξη: MYΣTHPIO…
…Tο άδειο και έρημο σπίτι είναι ένα πελώριο αίνιγμα που κανείς δεν γνωρίζει τη λύση του… »