Η δεκαετία του 1980 ίσως είναι η σημαντικότερη στην ιστορία των σύγχρονων υπολογιστικών συστημάτων. Όχι επειδή έδωσε στην αγορά κάποιο μηχάνημα αξεπέραστης τεχνολογίας· ήταν σημαντική διότι κατάφερε το ακατόρθωτο: έφερε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή -από τα εργαστήρια και τα ερευνητικά κέντρα- στα σπίτια, και τον έκανε ένα προσιτό εργαλείο για καθημερινή χρήση. Παράλληλα, άνοιξε μια τεράστια αγορά που μέχρι τότε κανείς δεν είχε αντιληφθεί την ύπαρξή της.
Η ανάπτυξη της αγοράς φανέρωσε την αδυναμία των ιδιωτών και των κρατικών μηχανισμών να ελέγξουν τη δύναμη του μέσου· επίσης ανέδειξε τα λάθη, την προσδοκία, το όραμα. Και μέσα από το όραμα γεννήθηκε η σημερινή πραγματικότητα – και όλα αυτά με μια απίστευτη ταχύτητα, σχεδόν σαρωτική.
Για εμάς –τους τυχερούς– που βιώσαμε την πρώτη δεκαετία «έντασης» της τεχνολογίας, τα πρώτα home micros παραμένουν ένα είδος κρυφού πόθου που μας ενώνει τόσο με το συγκεκριμένο κομμάτι της ιστορίας των υπολογιστών, όσο και με τις παιδικές μας αναμνήσεις: η εξω-οικιακή διασκέδασή μας αντικαταστάθηκε, σταδιακά, από την εσωστρεφή αναζήτηση πίσω από μια οθόνη.
Η δεκαετία του 1980 μπορεί να θεωρηθεί ως η σημαντικότερη στην ιστορία των σύγχρονων υπολογιστικών συστημάτων. Και αυτό, όχι γιατί κατάφερε να δώσει στην αγορά κάποιο αξεπέραστο από τεχνολογικής άποψης μηχάνημα, αλλά γιατί είχε χαρακτήρα και πολυφωνία. Ήταν μια εποχή με πολλές διαφορετικές πλατφόρμες, διαφορετικά λειτουργικά συστήματα και ασυμβατότητα. Μια λέξη που πια δεν θυμίζει τίποτα σε κανέναν. Ήταν μια εποχή όπου κάθε χρήστης μπορούσε να επιλέξει από μια πλειάδα συστημάτων, να πάρει το ρίσκο ενός μηχανήματος που μπορεί σε ένα χρόνο να βρισκόταν εκτός αγοράς. Η αγορά των υπολογιστών τη δεκαετία του 1980 έμοιαζε με τη χρηματιστηριακή αγορά: μικρή προβλεψιμότητα, μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι.
Ήταν σημαντική γιατί κατάφερε να κάνει το ακατόρθωτο: να φέρει τον ηλεκτρονικό υπολογιστή από τα εργαστήρια και τα ερευνητικά κέντρα στα σπίτια και να τον κάνει προσιτό καθημερινό εργαλείο δημιουργώντας την τάξη των οικιακών χρηστών, ανοίγοντας μια τεράστια αγορά που μέχρι τότε κανείς δεν είχε αντιληφθεί την ύπαρξή της. Ο υπολογιστής γίνεται έννοια οικεία, λατρεύεται από τις μικρότερες γενιές και σπάζει τα κοινωνικά στεγανά. Πλέον, ο καθένας μπορούσε να προμηθευτεί έναν υπολογιστή ανάλογα με την οικονομική του άνεση, έστω και αν αυτό που έπαιρνε ήταν αρκετές φορές, κατώτερο σε ισχύ και δυνατότητες από τα ακριβότερα μηχανήματα. Σημασία είχε ότι σχεδόν κάθε οικογένεια στο δυτικό κόσμο μπορούσε πλέον να αποκτήσει ηλεκτρονικό υπολογιστή και έτσι η αγορά μέσα σε λίγα χρόνια γιγαντώθηκε.
Ήδη από την προηγούμενη δεκαετία έχουμε μια διογκούμενη τάση για υπολογιστές μικρούς σε διαστάσεις και φθηνούς. Η απομάκρυνση από τους ισχυρούς υπερ-υπολογιστές που κατασκευάζονταν αποκλειστικά και μόνο για μια χρήση (π.χ. στρατιωτική ή ερευνητική) γίνεται κατά τη δεκαετία του 1970 μη-αναστρέψιμη. Οι περισσότερες βιομηχανίες πλέον χρησιμοποιούν και μικρότερης ισχύος –αλλά και όγκου!– υπολογιστές για τις καθημερινές εργασίες τους. Εμφανίζονται γλώσσες προγραμματισμού για εφαρμογές, π.χ. η Cobol, και έτσι μαζί τους αλλάζει και ο τρόπος χρήσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ο υπολογιστής γίνεται οικείος και οικιακός.
Οι καινοτομίες στον τομέα των μηχανικών μερών, με τη συρρίκνωση των κυκλωμάτων και την εμφάνιση των τεχνικών LSI (Large Scale Integration) θα σημαδέψουν τόσο τη δεκαετία του 1980 όσο και τις επόμενες. Σε αντίθεση με ό,τι ακολουθούσαν μέχρι τότε για την κατασκευή μηχανικών μερών, ξεκινάει η προσπάθεια να μπουν εκατοντάδες χιλιάδες κυκλώματα μέσα σε ένα τσιπ (τεχνική VLSI – Very Large Scale Integration) κάτι που οδηγεί σε απανωτές επαναστάσεις. Οι σημαντικότερες από αυτές, για τον μέσο καταναλωτή τουλάχιστον, είναι η μείωση του όγκου και φυσικά η μείωση των τιμών. Επιπλέον, βγαίνουν στην αγορά μικροεπεξεργαστές εφοδιασμένοι με μνήμη ROM (Read Only Memory), η οποία αποθηκεύει προγράμματα και λειτουργίες που χρησιμοποιούνται συνεχώς από τον υπολογιστή, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά η ταχύτητα του υπολογισμού. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας, ορισμένοι προσωπικοί υπολογιστές έτρεχαν με 32μπιτους επεξεργαστές που μπορούσαν να επεξεργαστούν περίπου 4 εκατομμύρια εντολές το δευτερόλεπτο. Κάτι αδιανόητο για την προηγούμενη γενιά υπολογιστών.
Στις αρχές της δεκαετίας η Αμερική και η Ιαπωνία δείχνουν ότι κυριαρχούν στο χώρο των υπολογιστών. Ειδικά, η δεύτερη είχε ανακοινώσει ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα για να σχεδιαστεί και να κατασκευαστεί μια νέα γενιά υπερυπολογιστών, αλλά το παιχνίδι δεν παιζόταν πλέον εκεί. Οι πιο σημαντικές εξελίξεις ήταν στο επίπεδο των οικιακών υπολογιστών και επιπλέον η πρόοδος στο λογισμικό δεν είχε προχωρήσει τόσο όσο στα μηχανικά μέρη. Και αυτό ήταν ένα εμπόδιο σημαντικό. Στην αγορά υπήρχαν λίγοι προγραμματιστές, οι μισθοί τους ήταν ιδιαίτερα υψηλοί και συνολικά το κόστος παρασκευής λογισμικού ήταν υπερβολικά υψηλό σε σχέση με αυτά που προσέφερε. Τι να κάνεις έναν υπερυπολογιστή αν δεν μπορείς να αξιοποιήσεις στο έπακρο τις δυνατότητές του;
Παράλληλα το κόστος κατασκευής των υπολογιστών έπεφτε συνεχώς με αποτέλεσμα η αγορά των υπερυπολογιστών να μην εμφανίζει ενδιαφέρον για τις εταιρείες. Πολλές από αυτές, κάποιες καινούριες στο χώρο, άρχισαν από τη δεκαετία του 1970 να λανσάρουν στην αγορά μικροϋπολογιστές που μπορούσαν να προγραμματιστούν. Η Apple και η RadioShack βγάζουν μηχανήματα που κάνουν πάταγο και ρεκόρ πωλήσεων. Τη δεκαετία του 1980 οι εταιρείες πολλαπλασιάζονται και πέρα από την ΙΒΜ και την Apple, οι οποίες έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, ξεπηδούν μικρότερες οι οποίες και αποδεικνύονται θαυματουργές (π.χ. Amiga Inc., Acorn, Sinclair κ.τ.λ.). Στον τομέα των ημιαγωγών η Intel και η Motorola κυριαρχούν ενώ υπάρχουν και ιαπωνικές εταιρείες που δίνουν σημαντικά προϊόντα κυρίως στο χώρο των τσιπς μνήμης.
Οι υπολογιστές αλλά και οι κονσόλες (παιχνιδομηχανές) αποκτούν κοινό και γίνονται αντικείμενο πόθου για ολοένα και περισσότερους ανθρώπους. Η τάση αυτή επεκτείνεται και στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1980 και για πρώτη φορά σπάει η κυριαρχία των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, αφού ξεκινούν σημαντικές ευρωπαϊκές εταιρείες στο χώρο οι οποίες μέχρι και τα μέσα της επόμενης δεκαετίας ορίζουν ένα πολύ μεγάλο μερίδιο της αγοράς. Η Ευρώπη θα γίνει μια δυναμική και παραγωγική ήπειρος όχι μόνο σε καλούς οικιακούς υπολογιστές αλλά και σε λογισμικό. Στην Αγγλία και τη Γερμανία γίνεται μάλιστα και η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας λειτουργικών συστημάτων ανοιχτού κώδικα, όμως οι απαιτήσεις και τα μέσα της εποχής δεν τα ευνοούν με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει το εμπορικό, κλειστό λειτουργικό σύστημα.
Η εκδημοκράτιση της γνώσης και η μαζικοποίηση της χρήσης των υπολογιστών γεννούν με τη σειρά τους διάφορα κοινωνικά και ηθικά ζητήματα που συνδέονται με την ταχεία ανάπτυξη των υπολογιστικών συστημάτων. Για πρώτη φορά καθιερώνονται όροι, όπως ηλεκτρονικό έγκλημα και πειρατεία λογισμικού, ενώ εταιρείες καταρρέουν όταν είτε χάνουν τα δεδομένα τους από λάθος του συστήματος είτε όταν αυτά υποκλέπτονται. Είναι η εποχή όπου γίνονται για πρώτη φορά μεγάλες δίκες με κατηγορούμενους άτομα που υπέκλεψαν ή κατέστρεψαν δεδομένα, ή χρησιμοποίησαν τον ηλεκτρονικό υπολογιστή για να ζημιώσουν κάποιον τρίτο. Γίνεται λόγος για phreakers και phreaking ενώ λίγο πιο μετά θα εισαχθεί και ο όρος hacking και οι hackers. Ένας νέος κλάδος γεννιέται: η υπολογιστική ηθική.
Μπορούμε τελικά να έχουμε τα καλά και ωφέλιμα των υπολογιστών χωρίς τα ηλεκτρονικά ατοπήματα; Ερώτημα που ίσως είχε θέσει και ο ανεπτυγμένος κόσμος κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης και το οποίο πιθανόν παρέμεινε αναπάντητο. Η απάντηση είναι απλή: εκδημοκρατίζοντας ένα μέσο το καθιστάς ανοικτό στο κοινό, το καλό και το κακό, σε αυτό που βλέπει δυνατότητες και σε αυτό που βλέπει ευκαιρίες. Δυστυχώς ο περιορισμός της παράνομης δράσης τις περισσότερες φορές βαραίνει τους σωστούς χρήστες, αφού είναι αυτοί που χάνουν κάποια από τα δικαιώματά τους εξαιτίας των «κακών» τρίτων. Τα ανοικτά συστήματα περιορίζονται από μόνα τους για να αντιμετωπίσουν κινδύνους που τα ίδια δημιουργούν όντας ανοικτά. Έτσι η ανοικτή κοινότητα των χρηστών γίνεται προς τα τέλη της δεκαετίας μια κοινότητα φυλασσόμενη και επιβλεπόμενη.
Γίνεται σαφές από τα παραπάνω ότι η δεκαετία του 1980 είναι μια δεκαετία που σημαδεύει την εξέλιξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών αλλά και την κοινωνική τους θέση. Ο υπολογιστής εισάγεται σχεδόν βίαια στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων και αντιμετωπίζεται άλλοτε σαν μια σωτήρια εφεύρεση και άλλοτε σαν μια απειλή.
Με την ασφάλεια των τριάντα χρόνων που μας χωρίζουν από τότε μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι τα οφέλη ήταν περισσότερα από τις ζημιές. Ο υπολογιστής ως μέσο, μέσα σε μόλις τρεις δεκαετίες, κατάφερε να βελτιώσει την ποιότητα ζωής μας κατά πολύ περισσότερο από όσο πιστεύουμε ότι μας την κατέστρεψε. Βέβαια, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι προκάλεσε ανησυχίες και προβλήματα, όπως θα έκανε άλλωστε κάθε νέα τεχνολογία που είναι άγνωστη ή πέφτει στα χέρια λάθος ανθρώπων. Όπως δεν πρέπει να αγνοούμε ότι η επικοινωνία και η πληροφόρησή μας σήμερα έχουν φτάσει σε ένα επίπεδο που δεν φανταζόμασταν καν ότι υπήρχε. Ζούμε σε μια εποχή απίστευτης ροής πληροφορίας (χωρίς αυτό να είναι πάντα καλό) χάρη στα υπολογιστικά συστήματα και την ανάπτυξη των δικτύων, χάρη στην εξέλιξη εκείνων των δύσμορφων σχηματισμών που σημάδεψαν τη δεκαετία του 1980 και ονομάστηκαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές.
Στο βιβλίο αυτό γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής των σημαντικότερων γεγονότων της δεύτερης, ουσιαστικά, δεκαετίας των υπολογιστών, μια συνοπτική παρουσίαση υπολογιστών που σημάδεψαν την ιστορία των υπολογιστών ενώ αναλύεται κοινωνικά το φαινόμενο υπολογιστής. Τέλος, γίνεται αναφορά στον αντίκτυπο των υπολογιστών στην ελληνική κοινωνία.