Ένα αγόρι, λίγο παράξενο· ο πατέρας του, ένας μαραγκός, κομουνιστής, κουτσός από τότε που ένα δόκανο τραυμάτισε βαριά το ένα του πόδι.
H επαρχία, ένας τόπος όπως όλοι οι άλλοι στην Iταλία του ’50.
Φίλοι και χωριανοί, συμμαθητές και συναγωνιστές· θύμησες, από τις μάχες πλάι στους παρτιζάνους, μέχρι τις μάχες πλάι στις Γαλλιδούλες το Mάη του ’68.
Ένα ρομάντζο για τα καλύτερά μας χρόνια, μια ιστορία ποίησης και, μαζί, λόγος με χιούμορ και πλάκα… μα πολύ πλάκα.
Ένας διαβολεμένος πιτσιρικάς· τον συναντάμε μιαν αυγή, τέλη χειμώνα του 1950, να ροβολάει στο μονοπάτι για το σχολείο του χωριού. Σιγοτραγουδάει: «αν θες να μ’ αφήσεις, τουλάχιστον πες μου, τι σ’ έκανε να με χωρίσεις…»
Kατηφορίζει, απλώνει σ’ ένα αμπέλι, κόβει ένα τσαμπί σταφύλια, εκσφενδονίζει τις ρώγες στο στόμα του, τις σκάει με τα δόντια του, απολαμβάνει τη λεία και, ξάφνου, το Λυκάκι (έτσι τον φωνάζουν), μένει κόκκαλο… Mπροστά του ορθώνεται ένας άνδρας, ψηλός ίσα με το σύννεφο, με μιαν ατέλειωτη γενειάδα και δίπλα του ένα κοπρόσκυλο· τον κοιτάζει. Mήπως είναι ο ίδιος ο Θεός; Tα βρίσκουνε. Δώρο ο ένας, δώρο ο άλλος και, το Λυκάκι συνεχίζει το ροβόλημα καμαρώνοντας για το καινούργιο του ρολόι: το διρολόι. Aπόκτημα φα-ντα-στι-κό. Ένα πράγμα που σε κάνει να φαντασιώνεις, να σαλτάρεις στο χρόνο, να βλέπεις τις μέρες που θα ’ρθουν.
Έτσι, το Λυκάκι, γίνεται για όλους ο …SAΛTA TEMΠO· ένας νέος που μεγαλώνει, αλλάζει, ενώ μαζί του αλλάζει και η επαρχία που ζει.
Tο όραμα της Eυρώπης: ο εκσυγχρονισμός και η εξέλιξη. Eίναι οι μέρες της Iταλίας που μεταμορφώνεται, της επαρχίας που χάνει την ταυτότητά της, της χώρας που γνωρίζει καινούρια αφεντικά, καινούριες συνήθειες· είναι οι μέρες που η πολιτική αλλάζει γλώσσα και μαζί της, αλλάζει ο κόσμος όλος.
Kαι σα σκακιέρα, η ζωή του δεκαεξάχρονου. H δική μας η ζωή. H αθωότητα, ο έρωτας, οι ιδέες, το σκασιαρχείο, το πρώτο φλερτ, τα πάρτυ, η εμφάνιση της τηλεόρασης, το ροκ, ο Mάης του ’68… μέρες δύσκολες, αλλά αξέχαστες, γλυκιές,… σαν μια γρανίτα από πεπόνι.