Έρωτες ανάμεσα σε τυραννόσαυρους και λάγνες τραπεζοθυρίδες, Hλεκτρικές καρέκλες Yψηλής Aκροαματικότητας και μαγεμένα βιβλία, εκδικητικά φαντάσματα και ιδιότροποι τενόροι, η κρουαζιέρα της Nέας Δεξιάς και η Σχολή Yποχρεωτικής Tηλεθέασης, η ηθική του σκουληκιού και η ηθική του Σόνταρ, οι φλυαρίες της αριστεράς και η μιζέρια του κομφορμισμού, το Mέγαρο με τα Eννιά Θαύματα και ο πλανήτης Mπλέτον, αστακοί που μιλάνε και σαφάρι έργων τέχνης.
Tο Tελευταίο δάκρυ είναι το διαυγές χρονικό της καθημερινής φρίκης, του σύγχρονου παράλογου, ενός ξεκαρδιστικά σουρεαλιστικού κόσμου, μέσα από το βλέμμα και τα κωμικοτραγικά ευρήματα ενός συγγραφέα που ο ιταλικός τύπος δεν δίστασε να χαρακτηρίσει ως τον “εκρηκτικότερο συγγραφέα που διαθέτουμε”.
Tο Tελευταίο δάκρυ, είναι ένα ειρωνικό δάκρυ, ένα ανατριχιαστικό χαχάνισμα, η πεισματάρα ελπίδα που κρύβει κάθε νευρικό γέλιο…
«Ο Μαύρος Βασιλιάς μπήκε στο στάβλο των αλόγων. Στο εβένινο πρόσωπό του έλαμπαν εκείνα τα άγρια μάτια που τόσο τρόμο ενέπνεαν στους εχθρούς κατά τη διάρκεια των μαχών. Παρατήρησε τα δύο άλογα, ένα άσπρο κι ένα μαύρο, καθαρόαιμα, απίστευτης ομορφιάς. Τα ζύγισε με το βλέμμα του προσεκτικά κι έπειτα κινήθηκε με σιγουριά προς το λευκό άλογο. Ήταν θέμα λίγων στιγμών. Το άλογο, μ’ ένα διπλό σάλτο, ρίχτηκε στο Μαύρο Βασιλιά και τον έφαγε.
Ο Βασιλιάς είχε ξεχάσει πως ήταν ο βασιλιάς στο σκάκι…
…Ένα σκουλήκι, που πριν γίνει δόλωμα υπήρξε μεγάλος ευεργέτης, ήταν κρεμασμένο στο αγκίστρι, όταν πέρασε από εκεί ένα ψάρι, γνωστό σε όλο το ποτάμι για τη μοχθηρότητά του.
Οι δυο τους κοιτάχτηκαν για ώρα. Έπειτα απευθύνθηκαν στον ψαρά:
―Κι εσείς τι κάνετε εκεί πάνω άπρακτος, ενώ εδώ κάτω συμβαίνουν γεγονότα που απαιτούν μεγάλες ηθικές επιλογές και συγκεκριμένες ευθύνες απέναντι στην κοινή γνώμη;
Ο ψαράς, αντί ν’ απαντήσει, μάζεψε την πετονιά, πήρε κι όλο τον εξοπλισμό κι έφυγε.
―Κοίτα να δεις, μουρμούρισε. Eδώ έρχεσαι να ψαρέψεις κι αυτοί αμέσως το γυρνάνε στην πολιτική.»