Η αλματώδης ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας και της γενετικής επιτρέπει στον άνθρωπο να παρεμβαίνει καθοριστικά στη φύση του. Τέτοιου είδους «επεμβάσεις» εγείρουν αμείλικτα βιολογικά, κοινωνικά, νομικά, πολιτικά, θρησκευτικά και οικονομικά ερωτήματα τα οποία επιζητούν σαφείς απαντήσεις – η ευθύνη για τις αποφάσεις είναι βαρύτατη και η διεπιστημονική γνώση της Βιοηθικής είναι αναγκαία και επιβεβλημένη.
Ποια είναι τα «δικαιώματα» κατά την έκτρωση;
Πώς σχετίζεται η ευθανασία με την αυτονομία;
Γνωρίζουμε την ηθική διάσταση της αυτοκτονίας;
Τι είδους σχέση έχει ένας γιατρός με τον ασθενή του;
Πότε επιτρέπεται η θεραπευτική και πότε η αναπαραγωγική κλωνοποίηση;
Είναι θεμιτός ο πειραματισμός πάνω σε ανθρώπινα έμβρυα;
Κάτω από ποιές συνθήκες υλοποιείται η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή;
Τι αποτελέσματα έχει η μεταμόσχευση ανθρώπινων οργάνων;
Είναι αναγκαία η προγεννητική εξέταση;
Πώς σχετίζεται η κλασική σκέψη στην τέχνη της ιατρικής με την σύγχρονη
κλινική ιατρική πρακτική;
Η επιστήμη της Βιοηθικής είναι η φιλοσοφική εξέταση των αρχών και των κανόνων που πρέπει να διέπουν τις επιστήμες και τις τεχνολογίες της ζωής. Αναπτύχθηκε μόλις τα τελευταία 30 χρόνια, ωστόσο οι ρίζες της βρίσκονται στην αρχαία ελληνική ιατρική και τη φιλοσοφία. Μολονότι ο σύγχρονος γιατρός έχει τον τελευταίο λόγο, η ρήση του αρχαίου Έλληνα ιατροφιλόσοφου παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη: «ο άριστος γιατρός πρέπει να είναι, συνάμα, ένας άριστος φιλόσοφος».
Το βιβλίο «ΒΙΟΗΘΙΚΗ – Αρχαία θέματα σε σύγχρονους προβληματισμούς», είναι ένα σύγγραμμα μοναδικό στο είδος του, δεδομένου ότι περιλαμβάνει την εξέταση και μελέτη -υπό το φως των θεωριών των Αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων, του Πλάτωνα, των Σοφιστών, των Ιπποκρατικών και κυρίως του Αριστοτέλη- ζητημάτων ζωής και θανάτου, που εγείρονται από τη ραγδαία εξέλιξη των συγχρόνων γενετικών τεχνολογιών.
Από την άποψη αυτή ενδιαφέρει όλους τους ανθρώπους, πρωτίστως όμως τους λειτουργούς των ιατρικών επαγγελμάτων καθώς και τους μελετητές της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας και Σκέψης.
ΒΙΟΗΘΙΚΗ: ένα σημαντικότατο βιβλίο. Ανταποκρίνεται τόσο στις προσδοκίες όλων μας –δεδομένης της επικαιρότητας του περιεχομένου– όσο και στην αναγκαιότητα για μια υπεύθυνη ενημέρωση των ειδικών αλλά και του ευρύτερου ελληνικού κοινού. Διακρίνεται για την υψηλή ποιότητα της μετάφρασής του.
Η προσφορά του συγκεκριμένου, μεταφρασμένου έργου στην ελληνική ιατρο-φιλοσοφική κοινότητα είναι πολύ σημαντική για τον εξής λόγο: τα δοκίμια έχουν χαρακτήρα πολυθεματικό και διεπιστημονικό, είναι γραμμένα από γνωστούς φιλοσόφους και ιατρούς, ειδικούς στη βιοηθική, των οποίων η βαθιά γνώση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας τους επιτρέπει να φωτίσουν σύγχρονα προβλήματα και διλήμματα με την αναγωγή τους σε εκείνη.
Ο Ιπποκράτης, ο Πλάτων και ο Επίκτητος και κυρίως ο Αριστοτέλης αποτελούν τις κεντρικές μορφές τις οποίες οι συγγραφείς συνεχώς και επιμόνως επικαλούνται: τον Ιπποκράτη για τους κώδικες επαγγελματικής δεοντολογίας (Robert Bartz), τον Πλάτωνα για την αυτονομία και τη σχέση ατόμου και κράτους, ιατρικής και τέχνης (Julia Annas), τον Αριστοτέλη για τη φρόνησιν (πρακτικό λόγο) (Kathryn Montgomery), για ζητήματα άμβλωσης, εμβρύου και ηθικού προσώπου (Christopher Megone), τον Επίκτητο και τους στωικούς για το θάνατο, την αυτοκτονία και την ευθανασία (Christopher Cosans και Γεώργιος Αναγνωστόπουλος) κ.λπ.
Επιπλέον, η διπλή σύζευξη ιατρικής και φιλοσοφίας από το ένα μέρος, και των ενοράσεων των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και των ευαίσθητων συγχρόνων στοχαστών και επιστημόνων, από το άλλο μέρος, ανταποκρίνεται στο αίτημα για αποτελεσματική και υπεύθυνη ενημέρωση του ευρύτερου ελληνικού κοινού και, συνεπώς, για αποθάρρυνση των προοδευτικών εκείνων ατόμων και φορέων που σπεύδουν αβασάνιστα να «βαφτίσουν» εαυτούς ειδικούς στα λεπτά και δύσκολα σύγχρονα ηθικά προβλήματα.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ευχαριστίες
Πρόλογος, από την Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου
Εισαγωγή
ΜΕΡΟΣ I:
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
1. Ενθυμούμενοι τους Ιπποκρατικούς: γνώση, πρακτική και ήθος στους αρχαίους Έλληνες γιατρούς-θεραπευτές
Robert Bartz
2. Είναι η ιατρική τέχνη, επιστήμη ή πρακτική σοφία; Αρχαίοι και σύγχρονοι στοχασμοί
Ronald Polansky
3. Η φρόνηση και η εσφαλμένη περιγραφή της ιατρικής: ενάντια στην εναρκτήρια ομιλία της ιατρικής σχολής
Kathryn Montgomery
4. Ο Αριστοτέλης, η φρόνησις και η μεταμοντέρνα βιοηθική
David Thomasma
5. Οι εξομολογήσεις ενός αμετανόητου σοφιστή
Tod Chambers
6. Φιλοσοφική θεραπεία: αρχαία και σύγχρονη
Julia E. Annas
ΜΕΡΟΣ II:
Η ΕΥΡΕΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΩΝ
7. Ο Θρασύμαχος και η διαχείριση της περίθαλψης: πώς να μη σκεφτόμαστε την τέχνη της ιατρικής
Alex John London
8. Δυνητικότητα και πρόσωπα: μια αριστοτελική προοπτική
Christopher Megone
9. Μπορεί ο κοινοτισμός να θέσει τέλος στις οξείες και ατέλειωτες δημόσιες συζητήσεις; Η έκτρωση ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα
Mark G. Kuczewski
10. Κλασικοί και σύγχρονοι στοχασμοί για την ιατρική ηθική και το βέλτιστο συμφέρον του άρρωστου παιδιού
Daryl M. Tress
11. Αντιμετωπίζοντας το θάνατο ως στωικός: ο Επίκτητος για την αυτοκτονία σε περίπτωση αρρώστιας
Christopher E. Cosans
12. Η ευθανασία και ο ρόλος του γιατρού: στοχασμοί πάνω σε ορισμένες απόψεις της αρχαίας ελληνικής παράδοσης
Georgios Anagnostopoulos
Επίμετρο, από την Ελένη Καλοκαιρινού
Συγγραφείς/Συντελεστές
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Η ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ: ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΣΕ ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Georgios Anagnostopoulos
Στο πιο βασικό επίπεδο, η ευθανασία είναι ο τερματισμός μιας ζωής με μια πράξη που παρεμβαίνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη φυσική ή τη φυσιολογική πορεία των γεγονότων, στο βαθμό που αφορούν στη συνέχιση της ζωής. Από την άποψη αυτή, η ανθρώπινη ευθανασία έχει ορισμένα κοινά στοιχεία με την αυτοκτονία, και έτσι εγείρει όλα τα γνωστά προβλήματα που σχετίζονται με πράξεις που στοχεύουν να τερματίσουν τη ζωή ενός ανθρώπινου όντος. Η ανθρώπινη ευθανασία, ωστόσο, στις παραδειγματικές περιπτώσεις της είναι ο τερματισμός της ζωής κάποιου προσώπου από ένα άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα. Έτσι, μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον τρία είδη ερωτήσεων σχετικά με την αυτοκτονία ή την ευθανασία:
1. Ηθικά ερωτήματα σχετικά με τον τερματισμό της ζωής.
2. Ηθικά ερωτήματα σχετικά με τον τερματισμό της ίδιας μου της ζωής.
3. Ηθικά ερωτήματα σχετικά με τον τερματισμό της ζωής κάποιου άλλου.
Αυτά τα ερωτήματα είναι σαφώς αλληλένδετα. Οποιαδήποτε απάντηση ή απαντήσεις στο ζήτημα (1) θα επηρεάσουν αναπόφευκτα πιθανές απαντήσεις στο (2) και το (3). Είναι επίσης σαφές ότι αυτές οι ερωτήσεις διακρίνονται μεταξύ τους μέχρι ενός σημείου. Τουλάχιστον από την οπτική του τύπου της θεωρίας της αρετής που υποστηρίζουν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, τα είδη των πράξεων που σχετίζονται με καθεμιά από αυτές τις ερωτήσεις μπορούν να υπαχθούν κάτω από διαφορετικές αρετές. Όπως θα δούμε, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι το είδος της πράξης που περιγράφηκε στο (2) εγείρει ερωτήσεις σχετικά με το θάρρος και σε κάποιες περιπτώσεις σχετικά με τη δικαιοσύνη, αλλά δεν ισχύει απαραίτητα η ίδια περίπτωση με το είδος της πράξης που περιγράφηκε στο (3).
Γνωρίζω φυσικά ότι ευθανασία δεν είναι απλώς ο τερματισμός της ζωής κάποιου προσώπου από ένα άλλο πρόσωπο. Εάν ήταν, τότε όλες οι ανθρωποκτονίες θα ήταν περιπτώσεις ευθανασίας. Επιπλέον, αντίθετα προς τους τυπικούς λεξιλογικούς ορισμούς που συχνά βασίζονται στην ετυμολογία, η ευθανασία δεν είναι ένας ήρεμος και ευχάριστος θάνατος. Πάλι, αν ήταν έτσι, τότε όλες οι ανθρωποκτονίες που τελούνται με έναν ήσυχο και ευχάριστο τρόπο, για παράδειγμα, χορηγώντας πρώτα στο θύμα αναισθητικό ή κάποιο είδος ηρεμιστικού, θα ήταν περιπτώσεις ευθανασίας (Foot 1983).
Αυτό που φαίνεται ουσιώδες στην ευθανασία είναι ότι ο τερματισμός της ζωής ενός ατόμου είναι για το καλό αυτού του ατόμου. Η έννοια της ευθανασίας με αυτό τον τρόπο εισάγει και μερικούς άλλους τύπους ερωτήσεων και προβλημάτων:
Α. Κάτω από ποιες περιστάσεις είναι ο θάνατος ενός προσώπου μεγαλύτερο καλό για το πρόσωπο αυτό παρά οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική ενέργεια;
Β. Ποιος πρόκειται να αποφασίσει εάν ο τερματισμός της ζωής είναι το μεγαλύτερο καλό για το συγκεκριμένο πρόσωπο;
Γ. Πώς θα αποφασιστεί ο τερματισμός μιας ζωής;
Δ. Ποιος θα τερματίσει μια ανθρώπινη ζωή;
Το ενδιαφέρον μου εδώ επικεντρώνεται κυρίως στις ερωτήσεις Β, Γ και Δ, αν και ορισμένα από αυτά που εξετάζω στο δοκίμιο αυτό αφορούν και στην ερώτηση Α. Συγκεκριμένα, επιθυμώ να διερευνήσω ορισμένα επαναλαμβανόμενα επιχειρήματα και κυρίαρχες απόψεις στην ελληνική φιλοσοφία σχετικά με τον οποιοδήποτε δυνατό ρόλο τον οποίο μπορεί να έχει ο γιατρός στο να αποφασίσει εάν ο τερματισμός της ζωής είναι η καλύτερη ενέργεια σε ορισμένες περιπτώσεις και εάν ο γιατρός θα πρέπει να παίζει ένα ρόλο κατά τον τερματισμό μιας ζωής. Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι ούτε απλώς θεωρητικά ούτε ασήμαντα· αντιθέτως, είναι πρακτικά και μεγάλης σημασίας – είναι, κυριολεκτικά, ερωτήματα ζωής και θανάτου. Πάνω απ’ όλα, κανένα από αυτά δεν είναι εύκολο, παρά ορισμένους πρόσφατους ισχυρισμούς για το αντίθετο.
Αρχίζω εγείροντας ορισμένες αμφιβολίες σχετικά με την πρωταρχικότητα της αυτονομίας στα ερωτήματα για τον τερματισμό της ζωής και προτείνω ότι πολλά απομένουν να καθοριστούν ως προς την ορθότητα ή τη σφαλερότητα των αποφάσεων για τον τερματισμό της ζωής, ακόμη κι αν αποδοθεί στην αυτονομία η θέση που της ανήκει. Στη συνέχεια διερευνώ την εντολή του πυθαγόρειου Όρκου ενάντια σε οποιοδήποτε ρόλο παίζει ο γιατρός στον τερματισμό της ζωής και υποστηρίζω ότι, αντίθετα με ορισμένους πρόσφατους ισχυρισμούς, αυτή η εντολή αντανακλά μια βαθιά-ριζωμένη πεποίθηση ότι οι στόχοι της ιατρικής, ιδεατά εκλαμβανόμενοι, περιορίζουν το ρόλο του γιατρού στους διαλογισμούς, τις αποφάσεις ή τις πράξεις που μπορεί να αφορούν στον τερματισμό της ζωής. Η πεποίθηση αυτή ενισχύεται από μιαν ουσιολογική αντίληψη της ιατρικής και των σκοπών της που εκθέτουν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης – μιαν αντίληψη που θεωρεί ότι η ιατρική στοχεύει κατ’ ανάγκην στην υγεία και τη βελτίωση της ζωής και που αποκλείει άλλες θεωρήσεις να επηρεάσουν τους στόχους της ιατρικής και αυτών που την ασκούν. Αυτό είναι αληθές, υποστηρίζω, ακόμα κι αν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης υπερασπίζονται μιαν άποψη της αυθεντίας βασισμένη στην επιδεξιότητα, που φαίνεται να δίνει απεριόριστη εξουσία στους ειδικούς γιατρούς σε ζητήματα υγείας. Ωστόσο, αυτοί οι φιλόσοφοι έχουν θέσει οριστικά όρια στην αυθεντία του γιατρού με το να υπερασπίζονται την άποψη ότι οι διαλογισμοί για τον τερματισμό της ζωής εντάσσονται στο πεδίο διαφορετικής ειδικότητας – εκείνης της ηθικής και της πολιτικής γνώσης.
Ευθανασία και αυτονομία
Πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι επιχειρηματολογούν υπέρ της πρωταρχικότητας της ατομικής αυτονομίας, επιμένοντας ότι μια αναγκαία και επαρκής συνθήκη για τη δικαιολογημένη πράξη του τερματισμού μιας ανθρώπινης ζωής είναι η άσκηση της αυτονομίας κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεως από το πρόσωπο του οποίου η ζωή πρόκειται να τερματιστεί. Υποστηρίζουν ότι οι αποφάσεις που αφορούν στον τερματισμό της ζωής πρέπει να λαμβάνονται από εκείνον του οποίου η ζωή πρόκειται να τερματιστεί και ότι κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να τερματίσει τη ζωή του/της. Έτσι μιλούν προς επίρρωση της εκούσιας ευθανασίας και δεν βρίσκουν τίποτα λάθος σε μια τέτοια πρακτική (βλ. για παράδειγμα Rachels 1983· G. Williams 1978· και Dworkin et al. 1998).
Η σημασία της αυτονομίας δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί. Η αυτονομία μπορεί να μην είναι τόσο θεμελιώδης στην ηθική όσο υποστηρίζει ο Kant ή τόσο απαραίτητη στην πολιτική θεωρία όσο επιμένει ο φιλελευθερισμός. Σαφώς, όμως είναι κεντρική στην αντίληψη που έχουμε ενός προσώπου ως φορέα που συλλογίζεται και επιλέγει χωρίς εξωτερικό καταναγκασμό ή επέμβαση (Rawls 1993). Στη νομική σφαίρα η αυτονομία είναι η πιο απαραίτητη στο να δημιουργήσει και να προστατεύσει ένα «χώρο», μέσα στον οποίο ένας φορέας μπορεί να κάνει τις επιλογές που αυτός/ή επιθυμεί. Εκείνο που είναι επίσης σαφές είναι ότι, αποδίδοντας τη μέγιστη προτεραιότητα στην αυτονομία, κάποιος μπορεί να απαντήσει μερικές από τις ερωτήσεις που τέθηκαν ανωτέρω, ειδικά στις (2) και (Β).
Εν τούτοις, όχι όλες οι ερωτήσεις που μνημονεύθηκαν παραπάνω μπορούν εύκολα να απαντηθούν με το να υποθέσουμε απλώς την αυτονομία. Δεν είναι σαφές εάν και πώς η άσκηση της αυτονομίας επηρεάζει τον ηθικό χαρακτήρα μιας επιλογής ή πράξης και εάν όλες οι παρόμοιες περιπτώσεις ευθανασίας είναι περιπτώσεις στις οποίες η αυτονομία έχει έναν κάποιον εποικοδομητικό ρόλο να παίξει. Πολλές, αν όχι οι περισσότερες, περιπτώσεις της ευθανασίας είναι περιπτώσεις στις οποίες το υποκείμενο, του οποίου η ζωή πρόκειται να τερματιστεί, δεν είναι σε θέση να αποφασίσει απολύτως τίποτα. Το να επιμένουμε ότι κάποιος θα πρέπει να έχει πάρει τις αποφάσεις του σχετικά με τον τερματισμό της ζωής του πριν καταστεί ανίκανος, και συνεπώς πριν καταστεί αδύναμος να λάβει τις όποιες αποφάσεις που αφορούν στη ζωή του, δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα, διότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι άνθρωποι γεννιούνται χωρίς τις σχετικές ικανότητες για τη λήψη τέτοιων αποφάσεων ή χάνουν αυτές τις ικανότητες προτού αυτές αναπτυχθούν στο βαθμό που απαιτείται για να κάνουν το είδος των κρίσεων που αφορούν σε ζητήματα ζωής και θανάτου.
Ορισμένοι αμφισβητούν το κατά πόσον η αυτονομία ασκείται με νόημα σε ζητήματα θανάτου ακόμη κι από εκείνους που κατέχουν πλήρως αναπτυγμένες ικανότητες. Αμφιβάλλουν, δηλαδή, εάν τα συνήθη ανθρώπινα όντα μπορούν επαρκώς να αποσυνδεθούν και να είναι αντικειμενικά όταν έρχονται αντιμέτωπα με την τρομακτική και αμετάστρεπτη απόφαση του τερματισμού μιας ζωής, ειδικά όταν η ζωή αυτή είναι η δική τους (βλ., π.χ., Kamisar 1978, Beauchamp and Childress 1994, και Kuhse 1998). Ο ίδιος ο Αριστοτέλης επισημαίνει τη δυσκολία που υπάρχει στο να λάβει κάποιος μια έλλογη απόφαση, ενώ βρίσκεται υπό το κράτος του πόνου ή της οδύνης, ακόμη και όσοι θεωρούνται αντικειμενικοί και αμερόληπτοι παρατηρητές των θεμάτων της ζωής και του θανάτου – οι ίδιοι οι γιατροί: «Οι ίδιοι οι γιατροί ζητούν από άλλους γιατρούς να τους θεραπεύσουν όταν είναι άρρωστοι, και οι εκπαιδευτές ζητούν άλλους εκπαιδευτές όταν ασκούνται, έχοντας ως προϋπόθεση ότι είναι ανίκανοι να κρίνουν αληθινά, επειδή κρίνουν για τις δικές τους περιπτώσεις, ενώ βρίσκονται σε πόνο» (Πολιτικά ΙΙΙ 16.1287a41-b3).
Οι υποστηρικτές της ισχυρής αυτονομίας ίσως προσπαθήσουν να παρακάμψουν αυτή τη δυσκολία περιορίζοντας την ευθανασία μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαίωμα της αυτονομίας μπορεί να ασκηθεί με νόημα. Σύμφωνα με αυτούς τους υποστηρικτές, αφού η αυτονομία είναι μια αναγκαία συνθήκη για την ευθανασία, ο τερματισμός της ζωής χωρίς την άσκηση της αυτονομίας δεν μπορεί να είναι ευθανασία. Εν τούτοις, αυτό και μόνο δείχνει ότι η αυτονομία δεν μπορεί να είναι μια αναγκαία συνθήκη για την ευθανασία, διότι αποκλείει το να μπορεί να εφαρμοσθεί ο όρος «ευθανασία» με νόημα σε πράξεις τερματισμού της ζωής μη ανθρωπίνων όντων.
Αν και η αυτονομία μπορεί να μην είναι αναγκαία συνθήκη για την ευθανασία, θα μπορούσε να είναι επαρκής συνθήκη. Ωστόσο ούτε αυτό φαίνεται σωστό, και το να αποδεχτούμε την αυτονομία δεν βοηθά πολύ στο να βρούμε απαντήσεις σε αρκετές από τις προαναφερθείσες ερωτήσεις. Το να ασκεί κάποιος την αυτονομία του ή το δικαίωμά του στο Φ δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι είναι σωστό να κάνει το Φ – ακόμη και στις σπάνιες περιπτώσεις όπου το να κάνει κανείς το Φ δεν επηρεάζει κανέναν άλλον. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να έχει το δικαίωμα να καπνίσει όταν το να το κάνει δεν επηρεάζει δυσμενώς άλλους· δεν συνάγεται όμως από αυτό ότι το κάπνισμα είναι το σωστό πράγμα να κάνει. Παρόμοια, μπορούμε να πούμε ότι κάποιος έχει το δικαίωμα να τερματίσει τη ζωή του, αν αποφασίσει να το κάνει, αλλά δεν συνάγεται από αυτό και μόνο ότι η αυτοκτονία είναι η ορθή πράξη. Οι υποστηρικτές της αυτονομίας υποστηρίζουν μερικές φορές ότι υπάρχει ακόμη το δικαίωμα να κάνει κανείς λάθος. Αλλά επιμένοντας για ένα τέτοιο δικαίωμα, κάποιος παραδέχεται σιωπηρά ότι η άσκηση της αυτονομίας δεν καθορίζει τον ηθικό χαρακτήρα της πράξης, διότι εάν η αυτονομία κάποιου μπορεί να ασκείται στο να κάνει το λάθος, τότε σαφώς η ορθότητα ή το εσφαλμένο της πράξης δεν είναι μια συνέπεια της αυτονομίας. Αν η πράξη σε σχέση με την οποία έχει ασκηθεί η αυτονομία είναι ορθή (εσφαλμένη), είναι ορθή (εσφαλμένη) για λόγους που μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με την αυτονομία.