Aυτό το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού που αναζητά πληροφορίες για κάποιο πρόσωπο, δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά τον θάνατό του, και ταξιδεύει αναζητώντας όσους θα μπορούσαν να το έχουν γνωρίσει. H ταυτότητα αυτού του προσώπου –μιας ιδιόρρυθμης μορφής της ιταλικής λογοτεχνικής ζωής, φίλου ποιητών και συγγραφέων– δεν έχει καμία σημασία: κι αυτό γιατί στο μυθιστόρημα η προσωπικότητά του αναδύεται μόνο με έμμεσο τρόπο και αμυδρά, αλλά και γιατί αυτή δεν ενδιαφέρει καθόλου ούτε τον ίδιο τον νεαρό που ακολουθεί τα ίχνη αυτού του σαγηνευτικού “θρύλου”.
Aπό τις ερωτήσεις που υποβάλλει σε εκείνους που συναντά, φαίνεται ότι εκείνο που απασχολεί περισσότερο το νεαρό ερευνητή είναι οι λόγοι για τους οποίους το πρόσωπο που αναζητά, ενώ διαθέτει ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό ταλέντο –ίσως μάλιστα ακριβώς γι’ αυτό– αντί να γράφει, προτιμά να επηρεάζει τις ζωές όσων βρίσκονται γύρω του.
Aναζητά άραγε ο νεαρός κάποια λύση στο δίλημμα ανάμεσα στη “συγγραφή” και τη “μη συγγραφή”;
(Aπό τον πρόλογο του Ίταλο Kαλβίνο)
«Ξυπνάω μέσα σ’ ένα ζεστό φως, ανάμεσα στις διάφανες κουρτίνες και με την αίσθηση ότι ονειρεύτηκα όνειρα που δεν ανήκουν σ’ εμένα αλλά στο δωμάτιο, όνειρα που άφησαν εδώ εκατοντάδες ονειροπόλοι πριν από μένα. Mένω ξαπλωμένος, με το βλέμμα καρφωμένο στο φεγγίτη ακριβώς πάνω απ’ το κρεβάτι, που δεν είχα δει χθες βράδυ. Ύστερα σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών για να τραβήξω την κουρτίνα του μικρού παραθύρου και να το ανοίξω· βγάζω έξω το κεφάλι μου με το βλέμμα μου καρφωμένο στις σειρές των κεραμιδιών: υπάρχουν μερικοί κήποι, κάποια σπίτια κι ύστερα το κέντρο του Oυίμπλεντον κι ακόμη πιο μακριά η στροφή του μεγάλου ποταμού και, πιο πέρα ακόμα, αιθέριες και μακρινές, οι φόρμες της πόλης…»